Όποιος δεν έχει κάποιου είδους σοβαρή απώλεια των νοητικών
λειτουργιών ξέρει ότι το «πακέτο μέτρων», που η τριφασική κυβέρνηση Σαμαρά έχει
ήδη αποφασίσει και θα το περάσει, απ’ ό,τι φαίνεται, με συνοπτικές διαδικασίες
- δεν θα είναι το τελευταίο.
Άλλωστε, η επιδείνωση της ύφεσης που κάθε πακέτο,
με μαθηματική νομοτέλεια, επιφέρει, χειροτερεύει τα δημόσια οικονομικά και,
συνεπώς, καθιστά αναγκαίες και νέες περικοπές με την εφιαλτική περιοδικότητα
ενός φαύλου κύκλου, που εξελίσσεται σε σπιράλ θανάτου για την κοινωνία.
Αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι απλώς «νεοφιλελευθερισμός». Είναι μια συνολική αλλαγή κοινωνικού υποδείγματος, μια βίαιη προσπάθεια να ανατραπούν πλήρως οι κοινωνικές συντεταγμένες. Τα αλλεπάλληλα συντριπτικά χτυπήματα, ο υποδιπλασιασμός ουσιαστικά του εισοδήματος των εργαζομένων, δεν σημαίνει μόνο ριζική ανατροπή καταναλωτικών προτύπων, αλλά και μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών. Άλλωστε, η συρρίκνωση της δημόσιας υγείας καθιστά το ζήτημα της επιβίωσης πραγματικό, θυμίζοντας τη φιλελεύθερη αντίληψη του 19ου αιώνα ότι η αυξημένη θνησιμότητα των φτωχών είναι μηχανισμός ρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Συνιστά, ταυτόχρονα και αλλαγή παραγωγικού υποδείγματος. Η στροφή προς την εξωτερική ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές, σε συνθήκες συρρίκνωσης της εσωτερικής ζήτησης, μέσω του διαβόητου μηχανισμού της εσωτερικής υποτίμησης, προσανατολίζει αναγκαστικά προς εξαγωγές κλάδων χαμηλής προστιθέμενης αξίας και ταυτόχρονα, επίσης νομοτελειακά, οδηγεί στη διάλυση των κλάδων έντασης κεφαλαίου, υψηλής ειδίκευσης και προστιθέμενης αξίας – όσων απ’ αυτούς τουλάχιστον έχουν απομείνει όρθιοι από τη λαίλαπα του ευρώ. Προοπτική που υπογραμμίζεται εντονότερα από την εφιαλτική αύξηση της ανεργίας, που ήδη οδηγεί σε κύματα μετανάστευσης νέων τεχνικών και επιστημόνων και συνεπώς σε περαιτέρω απίσχναση των παραγωγικών δυνατοτήτων αλλά και από την επιχείρηση ριζικής συρρίκνωσης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης.
Μια χώρα φτωχότερη, με παρωχημένο αναπτυξιακό μοντέλο και σαφώς υποβαθμισμένη θέση μέσα στο δεδομένο ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, θα έχει και υποδεέστερη γεωπολιτική θέση. Έτσι, ακόμη και οι διαφαινόμενες δυνατότητες άντλησης υδρογονανθράκων δεν πρόκειται να τροφοδοτήσουν αναπτυξιακές δυναμικές, εφόσον οι όροι εκμετάλλευσής τους είναι βέβαιο ότι θα έχουν χαρακτηριστικά τουλάχιστον αποικιοκρατικά.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, αντιμέτωποι μ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: η κοινωνική κρίση διαμορφώνει συνθήκη μιας ιδιότυπης εθνικής κρίσης, με την έννοια της διακύβευσης του μέλλοντος μιας ολόκληρης κοινωνίας. Είναι σαφές ότι οι δυνάμεις του κεφαλαίου έχουν κάνει τις επιλογές τους. Για να διατηρήσουν την εξουσία τους, την πρόσδεση στο ευρωπαϊκό κέντρο και τη δυνατότητα να αποσπούν πλούτο ακόμη και μέσα στην κρίση, αποδέχονται τη συνθήκη υποβάθμισης και κοινωνικής απαξίωσης.
Αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι απλώς «νεοφιλελευθερισμός». Είναι μια συνολική αλλαγή κοινωνικού υποδείγματος, μια βίαιη προσπάθεια να ανατραπούν πλήρως οι κοινωνικές συντεταγμένες. Τα αλλεπάλληλα συντριπτικά χτυπήματα, ο υποδιπλασιασμός ουσιαστικά του εισοδήματος των εργαζομένων, δεν σημαίνει μόνο ριζική ανατροπή καταναλωτικών προτύπων, αλλά και μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών. Άλλωστε, η συρρίκνωση της δημόσιας υγείας καθιστά το ζήτημα της επιβίωσης πραγματικό, θυμίζοντας τη φιλελεύθερη αντίληψη του 19ου αιώνα ότι η αυξημένη θνησιμότητα των φτωχών είναι μηχανισμός ρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Συνιστά, ταυτόχρονα και αλλαγή παραγωγικού υποδείγματος. Η στροφή προς την εξωτερική ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές, σε συνθήκες συρρίκνωσης της εσωτερικής ζήτησης, μέσω του διαβόητου μηχανισμού της εσωτερικής υποτίμησης, προσανατολίζει αναγκαστικά προς εξαγωγές κλάδων χαμηλής προστιθέμενης αξίας και ταυτόχρονα, επίσης νομοτελειακά, οδηγεί στη διάλυση των κλάδων έντασης κεφαλαίου, υψηλής ειδίκευσης και προστιθέμενης αξίας – όσων απ’ αυτούς τουλάχιστον έχουν απομείνει όρθιοι από τη λαίλαπα του ευρώ. Προοπτική που υπογραμμίζεται εντονότερα από την εφιαλτική αύξηση της ανεργίας, που ήδη οδηγεί σε κύματα μετανάστευσης νέων τεχνικών και επιστημόνων και συνεπώς σε περαιτέρω απίσχναση των παραγωγικών δυνατοτήτων αλλά και από την επιχείρηση ριζικής συρρίκνωσης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης.
Μια χώρα φτωχότερη, με παρωχημένο αναπτυξιακό μοντέλο και σαφώς υποβαθμισμένη θέση μέσα στο δεδομένο ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, θα έχει και υποδεέστερη γεωπολιτική θέση. Έτσι, ακόμη και οι διαφαινόμενες δυνατότητες άντλησης υδρογονανθράκων δεν πρόκειται να τροφοδοτήσουν αναπτυξιακές δυναμικές, εφόσον οι όροι εκμετάλλευσής τους είναι βέβαιο ότι θα έχουν χαρακτηριστικά τουλάχιστον αποικιοκρατικά.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, αντιμέτωποι μ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: η κοινωνική κρίση διαμορφώνει συνθήκη μιας ιδιότυπης εθνικής κρίσης, με την έννοια της διακύβευσης του μέλλοντος μιας ολόκληρης κοινωνίας. Είναι σαφές ότι οι δυνάμεις του κεφαλαίου έχουν κάνει τις επιλογές τους. Για να διατηρήσουν την εξουσία τους, την πρόσδεση στο ευρωπαϊκό κέντρο και τη δυνατότητα να αποσπούν πλούτο ακόμη και μέσα στην κρίση, αποδέχονται τη συνθήκη υποβάθμισης και κοινωνικής απαξίωσης.
Γι’ αυτό και
σταδιακά αναδιπλώνονται στον καθεστωτικό κυνισμό, ενισχύοντας τις φασιστικές
συμμορίες, σπέρνοντας το δηλητήριο του κοινωνικού κανιβαλισμού, υιοθετώντας την
ατζέντα της ακροδεξιάς και προλειαίνοντας το έδαφος για ακόμη πιο αυταρχικές
εκτροπές.
Η πολιτική γραμμή και το μέτωπο
Για όποιον, εντός της αριστεράς, δεν έχει, επίσης, κάποιου είδους σοβαρή απώλεια των νοητικών λειτουργιών, θα έπρεπε να έχει γίνει απολύτως ευκρινές ότι διέξοδος από την κρίση, σωτηρία του λαού, της κοινωνίας και της χώρας, δεν μπορεί να υπάρξει μέσα από έναν «ιστορικό συμβιβασμό» με την αστική άρχουσα τάξη. Ορισμένα κατώτερα τμήματά της, ιδιαίτερα στο έδαφος της κρίσης, μπορούν ίσως – και θα πρέπει - να οδηγηθούν σε στάση ανοχής ή και ευμενούς ουδετερότητας. Η αστική ελίτ, όμως, πιστή στον ιστορικό της ρόλο, έχει προσδεθεί ψυχή και σώματι στην υπεργολαβική εξυπηρέτηση των συμφερόντων των δανειστών και εταίρων της, γνωρίζοντας ότι η συνέχιση της κυριαρχίας της εξαρτάται απόλυτα από τη στήριξή τους.
Συνεπώς, η πολιτική γραμμή της ριζοσπαστικής αριστεράς, δεν μπορεί να είναι γραμμή «υπεύθυνης αντιπολίτευσης», κοινοβουλευτικής λαγνείας, αυτοπεριορισμού στα όρια της αστικής νομιμότητας, ούτε γραμμή άνευρου κυβερνητισμού, που φιλοδοξεί να ασκήσει, στην καλύτερη περίπτωση, μια δικαιότερη διαχείριση. Δεν μπορεί παρά να είναι γραμμή ανατροπής. Και να έχει κατεύθυνση αντικαπιταλιστική. Με την έννοια ότι η έκβαση της παρούσας σύγκρουσης δεν μπορεί παρά να οδηγεί στα όριά του το σημερινό σύστημα, να δημιουργεί ρήγματα στο κέλυφός του, να αφήνει ανοιχτό το σοσιαλιστικό ορίζοντα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να υιοθετήσουμε τη γραμμή ότι αύριο κιόλας, σε συνθήκες μιας περίκλειστης χώρας, προχωράμε στη σοσιαλιστική οικοδόμηση – άλλοι, των οποίων ορισμένοι σύντροφοί μας τελευταία αρέσκονται να εμφανίζονται ως εξ αδιαιρέτου κληρονόμοι, ήταν που διακήρυτταν «στις 18 σοσιαλισμός». Κατά τη γνώμη μας, για να έχει πιθανότητες επιτυχίας ένα πείραμα μιας άλλου τύπου συγκρότησης της κοινωνίας θα πρέπει να γίνει σε περιφερειακό επίπεδο. Τουλάχιστον. Και μας συναρπάζει η ιδέα μιας κοινής απόπειρας με άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, ειδικά της Νότιας Ευρώπης. Η πολιτική τους εμπειρία, οι εγγεγραμμένες στη συλλογική τους συνείδηση απόπειρες στο παρελθόν, η κάποια πολιτική και ιδεολογική κινητικότητα και φρεσκάδα που τους διακρίνει, τους κάνει ελκυστικούς συνοδοιπόρους σε μια πορεία προς τα μπρος. Ούτε βεβαίως είμαστε θιασώτες των αντιλήψεων της «καθ’ ημάς ανατολής». Ίσα-ίσα είμαστε ιδεολογικά τέκνα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Και των καλύτερων διεθνιστικών παραδόσεων του κομουνιστικού κινήματος αλλά και όλων των απελευθερωτικών σκιρτημάτων, στην πορεία προς την κοινωνική χειραφέτηση.
Κατά τη γνώμη μας, η πολιτική γραμμή της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα του σήμερα, πρέπει να οικοδομηθεί πάνω στην ιδέα του αδύναμου κρίκου. Στην υπαρκτή και απόλυτα ρεαλιστική δυνατότητα, σήμερα, εδώ, να σπάσει ο κρίκος της αλυσίδας. Των ιμπεριαλιστικών δεσμών που καθιστούν για την κάθε χώρα περίπου υποχρεωτική την εσωτερίκευση του νεοφιλελεύθερου οδοστρωτήρα. Και να προκαλέσει αλυσιδωτές ρήξεις και ανατροπές. Αλλά και ανάσες συνεργασίας.
Θέλουμε, λοιπόν, το Σύριζα ως σημείο αναφοράς όλων των ευρωπαϊκών – και όχι μόνο – κινημάτων και της αριστεράς. Όχι ως ουρά του Κ.Ε.Α. και ως παράκλητου της θλιβερής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Ως εμπροσθοφυλακή ενός μεγάλου λαϊκού μετώπου, που θα είναι το πραγματικό υποκείμενο της ανατροπής. Εδώ, σήμερα, με προοπτική αλλά και διακηρυγμένο στόχο να προκαλέσει ντόμινο προοδευτικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή.
Υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις για το μέτωπο; Αρκετές απ’ αυτές, εν δυνάμει τουλάχιστον, ναι. Μετατόπιση συνειδήσεων. Συσσώρευση, σε πυκνό πολιτικό χρόνο, πολύτιμων εμπειριών. Συγκέντρωση δυνάμεων με σαφείς κοινωνικές αναφορές. Δράσεις και πρωτοβουλίες από τα κάτω. Μαζικές, μαχητικές κινητοποιήσεις, που ακόμη δεν έχει επιτευχθεί, όμως, η ευθύγραμμη και κλιμακούμενη συνέχειά τους. Ελλείψεις και ανεπάρκειες: η οργάνωση και ο συντονισμός. Η συγκρότηση, σε ανώτερο επίπεδο, οργάνων του λαϊκού κινήματος. Η απογραφειοκρατικοποίηση των συνδικάτων και η οργανική ένταξή τους στους λαϊκούς αγώνες. Το πεδίο αυτό συνιστά τιτάνια πρόκληση για τη ριζοσπαστική αριστερά.
Το μέτωπο δεν μπορεί να υπάρξει ως συμφωνία κορυφών. Ούτε συζήτηση ότι η συνεργασία – έστω, σε πρώτη φάση, η αποκατάσταση φυσιολογικών σχέσεων - ανάμεσα στις ηγεσίες της πολιτικής αριστεράς θα έδινε φτερά στην υπόθεση του μετώπου. Το κρίσιμο όμως είναι η κατάκτηση μιας αυθεντικά ενωτικής κουλτούρας ώσμωσης και συνθέσεων, πρώτιστα μέσα στους μαζικούς χώρους και τις γειτονιές. Και οπωσδήποτε, η προώθηση μετωπικών διεργασιών μέσα στη νεολαία, στα σχολειά και τα πανεπιστήμια, που πρέπει και μπορεί να ξεδοντιάσει τους φασίστες της χρυσής αυγής. Γιατί δεν απέχουμε πολύ απ’ το σημείο όπου η άνοδός τους, ιδιαίτερα στα πιο πληβειακά στρώματα – και του λαού αλλά και της νεολαίας - θα περάσει το όριο του μη αντιστρέψιμου.
Αυτό είναι για μας το περιεχόμενο που νοηματοδοτεί ουσιαστικά το αίτημα για κυβέρνηση της αριστεράς. Η συγκρότηση – κατά Γκράμσι - του «ιστορικού» μπλοκ των δυνάμεων της πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής, που θα διεκδικήσει την εξουσία και θα αποτελέσει το φορέα μεγάλων ριζοσπαστικών αντικαπιταλιστικών αλλαγών.
Για όποιον, εντός της αριστεράς, δεν έχει, επίσης, κάποιου είδους σοβαρή απώλεια των νοητικών λειτουργιών, θα έπρεπε να έχει γίνει απολύτως ευκρινές ότι διέξοδος από την κρίση, σωτηρία του λαού, της κοινωνίας και της χώρας, δεν μπορεί να υπάρξει μέσα από έναν «ιστορικό συμβιβασμό» με την αστική άρχουσα τάξη. Ορισμένα κατώτερα τμήματά της, ιδιαίτερα στο έδαφος της κρίσης, μπορούν ίσως – και θα πρέπει - να οδηγηθούν σε στάση ανοχής ή και ευμενούς ουδετερότητας. Η αστική ελίτ, όμως, πιστή στον ιστορικό της ρόλο, έχει προσδεθεί ψυχή και σώματι στην υπεργολαβική εξυπηρέτηση των συμφερόντων των δανειστών και εταίρων της, γνωρίζοντας ότι η συνέχιση της κυριαρχίας της εξαρτάται απόλυτα από τη στήριξή τους.
Συνεπώς, η πολιτική γραμμή της ριζοσπαστικής αριστεράς, δεν μπορεί να είναι γραμμή «υπεύθυνης αντιπολίτευσης», κοινοβουλευτικής λαγνείας, αυτοπεριορισμού στα όρια της αστικής νομιμότητας, ούτε γραμμή άνευρου κυβερνητισμού, που φιλοδοξεί να ασκήσει, στην καλύτερη περίπτωση, μια δικαιότερη διαχείριση. Δεν μπορεί παρά να είναι γραμμή ανατροπής. Και να έχει κατεύθυνση αντικαπιταλιστική. Με την έννοια ότι η έκβαση της παρούσας σύγκρουσης δεν μπορεί παρά να οδηγεί στα όριά του το σημερινό σύστημα, να δημιουργεί ρήγματα στο κέλυφός του, να αφήνει ανοιχτό το σοσιαλιστικό ορίζοντα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να υιοθετήσουμε τη γραμμή ότι αύριο κιόλας, σε συνθήκες μιας περίκλειστης χώρας, προχωράμε στη σοσιαλιστική οικοδόμηση – άλλοι, των οποίων ορισμένοι σύντροφοί μας τελευταία αρέσκονται να εμφανίζονται ως εξ αδιαιρέτου κληρονόμοι, ήταν που διακήρυτταν «στις 18 σοσιαλισμός». Κατά τη γνώμη μας, για να έχει πιθανότητες επιτυχίας ένα πείραμα μιας άλλου τύπου συγκρότησης της κοινωνίας θα πρέπει να γίνει σε περιφερειακό επίπεδο. Τουλάχιστον. Και μας συναρπάζει η ιδέα μιας κοινής απόπειρας με άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, ειδικά της Νότιας Ευρώπης. Η πολιτική τους εμπειρία, οι εγγεγραμμένες στη συλλογική τους συνείδηση απόπειρες στο παρελθόν, η κάποια πολιτική και ιδεολογική κινητικότητα και φρεσκάδα που τους διακρίνει, τους κάνει ελκυστικούς συνοδοιπόρους σε μια πορεία προς τα μπρος. Ούτε βεβαίως είμαστε θιασώτες των αντιλήψεων της «καθ’ ημάς ανατολής». Ίσα-ίσα είμαστε ιδεολογικά τέκνα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Και των καλύτερων διεθνιστικών παραδόσεων του κομουνιστικού κινήματος αλλά και όλων των απελευθερωτικών σκιρτημάτων, στην πορεία προς την κοινωνική χειραφέτηση.
Κατά τη γνώμη μας, η πολιτική γραμμή της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα του σήμερα, πρέπει να οικοδομηθεί πάνω στην ιδέα του αδύναμου κρίκου. Στην υπαρκτή και απόλυτα ρεαλιστική δυνατότητα, σήμερα, εδώ, να σπάσει ο κρίκος της αλυσίδας. Των ιμπεριαλιστικών δεσμών που καθιστούν για την κάθε χώρα περίπου υποχρεωτική την εσωτερίκευση του νεοφιλελεύθερου οδοστρωτήρα. Και να προκαλέσει αλυσιδωτές ρήξεις και ανατροπές. Αλλά και ανάσες συνεργασίας.
Θέλουμε, λοιπόν, το Σύριζα ως σημείο αναφοράς όλων των ευρωπαϊκών – και όχι μόνο – κινημάτων και της αριστεράς. Όχι ως ουρά του Κ.Ε.Α. και ως παράκλητου της θλιβερής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Ως εμπροσθοφυλακή ενός μεγάλου λαϊκού μετώπου, που θα είναι το πραγματικό υποκείμενο της ανατροπής. Εδώ, σήμερα, με προοπτική αλλά και διακηρυγμένο στόχο να προκαλέσει ντόμινο προοδευτικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή.
Υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις για το μέτωπο; Αρκετές απ’ αυτές, εν δυνάμει τουλάχιστον, ναι. Μετατόπιση συνειδήσεων. Συσσώρευση, σε πυκνό πολιτικό χρόνο, πολύτιμων εμπειριών. Συγκέντρωση δυνάμεων με σαφείς κοινωνικές αναφορές. Δράσεις και πρωτοβουλίες από τα κάτω. Μαζικές, μαχητικές κινητοποιήσεις, που ακόμη δεν έχει επιτευχθεί, όμως, η ευθύγραμμη και κλιμακούμενη συνέχειά τους. Ελλείψεις και ανεπάρκειες: η οργάνωση και ο συντονισμός. Η συγκρότηση, σε ανώτερο επίπεδο, οργάνων του λαϊκού κινήματος. Η απογραφειοκρατικοποίηση των συνδικάτων και η οργανική ένταξή τους στους λαϊκούς αγώνες. Το πεδίο αυτό συνιστά τιτάνια πρόκληση για τη ριζοσπαστική αριστερά.
Το μέτωπο δεν μπορεί να υπάρξει ως συμφωνία κορυφών. Ούτε συζήτηση ότι η συνεργασία – έστω, σε πρώτη φάση, η αποκατάσταση φυσιολογικών σχέσεων - ανάμεσα στις ηγεσίες της πολιτικής αριστεράς θα έδινε φτερά στην υπόθεση του μετώπου. Το κρίσιμο όμως είναι η κατάκτηση μιας αυθεντικά ενωτικής κουλτούρας ώσμωσης και συνθέσεων, πρώτιστα μέσα στους μαζικούς χώρους και τις γειτονιές. Και οπωσδήποτε, η προώθηση μετωπικών διεργασιών μέσα στη νεολαία, στα σχολειά και τα πανεπιστήμια, που πρέπει και μπορεί να ξεδοντιάσει τους φασίστες της χρυσής αυγής. Γιατί δεν απέχουμε πολύ απ’ το σημείο όπου η άνοδός τους, ιδιαίτερα στα πιο πληβειακά στρώματα – και του λαού αλλά και της νεολαίας - θα περάσει το όριο του μη αντιστρέψιμου.
Αυτό είναι για μας το περιεχόμενο που νοηματοδοτεί ουσιαστικά το αίτημα για κυβέρνηση της αριστεράς. Η συγκρότηση – κατά Γκράμσι - του «ιστορικού» μπλοκ των δυνάμεων της πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής, που θα διεκδικήσει την εξουσία και θα αποτελέσει το φορέα μεγάλων ριζοσπαστικών αντικαπιταλιστικών αλλαγών.
Το «Plan
B»
Τι θα συμβεί στην περίπτωση που μας κόψουν τη χρηματοδότηση; Πώς θα καλυφθεί το πρωτογενές έλλειμμα; Πώς θα ανακεφαλαιοποιήσουμε τις χρεοκοπημένες τράπεζες, πώς θα κάνουμε την απαραίτητη σεισάχθεια; Πώς θα χρηματοδοτήσουμε την παραγωγική ανασύνταξη; Πώς θα πολεμήσουμε την ανεργία; Πώς θα ζωντανέψουμε την εγχώρια ζήτηση; Πώς θα αποκαταστήσουμε – έστω και εν μέρει στην αρχή – τις απώλειες στα μεροκάματα, τους μισθούς, τις συντάξεις, τα επιδόματα; Πως θα αναστήσουμε τις κοινωνικές υποδομές;
Η απάντηση δεν είναι απλή ή μονοσήμαντη. Δεν μπορεί όμως να συγκροτεί απάντηση η λογική ότι θα επιτύχουμε ένα αξιοπρεπή συμβιβασμό ώστε η Μέρκελ να αποδεχθεί να χρηματοδοτεί τα προγράμματα μιας ριζοσπαστικής αριστερής κυβέρνησης. Το επαναλαμβάνουμε με κάθε δυνατή υπογράμμιση: η γραμμή αυτή είναι καταδικασμένη σε χρεοκοπία. Ασφαλής απόδειξη: οι εκτιμήσεις που γίνονται κάθε φορά από το Κ.Ε.Α. αλλά και από στελέχη μας είτε για την υποτιθέμενη αναίμακτη διάσωση των ισπανικών τραπεζών είτε για τις πρόσφατες εξαγγελίες Ντράγκι, σύμφωνα με τις οποίες δήθεν οι ευρωζωνικοί μηχανισμοί ρίχνουν νερό στο κρασί τους και κινούνται προς θετική κατεύθυνση, εκτιμήσεις βεβαίως οι οποίες διαψεύδονται μέσα σε ελάχιστες μόνο ημέρες. Όπως επίσης και η τραγική αυταπάτη των δήθεν αριστερών φεντεραλιστών για περαιτέρω εμβάθυνση της ενοποίησης της ευρωζώνης, η οποία βεβαίως, νομοτελειακά οδηγεί στην πρόταση Μέρκελ, τη μόνη άλλωστε συμβατή με το οικοδόμημα του ενιαίου νομίσματος (σχετικά παραπέμπω και στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο του Γ. Κιμπουρόπουλου στην κυριακάτικη Αυγή της 16/9 με τίτλο «Ευρωγεδών ή Ευρωλεβιάθαν»).
Η επιβολή κάποιου είδους μονομερούς ενέργειας επί των πληρωμών του χρέους (άρνηση, παύση πληρωμών, μορατόριουμ κλπ.), που περιλαμβάνεται έστω και ατελώς στο πρόγραμμά μας, είναι αναγκαία, όχι όμως από μόνη της ικανή προϋπόθεση για την εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων χρηματοδότησης των ανορθωτικών και προοδευτικών προγραμμάτων. Όπως επίσης και η δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών, σε μια αγορά που έχει «στεγνώσει» και σε συνθήκες βαριάς ύφεσης, είναι βέβαιο ότι ελάχιστα θα αποδώσει. Και ας έχουμε επίγνωση ότι κάθε μήνας που περνάει καθιστά ακόμη δυσκολότερη την προσπάθεια ανόρθωσης, ενώ λύσεις χωρίς κοινωνικό κόστος απλά δεν υπάρχουν. Εδώ που είμαστε οι προοπτικές είναι δύο: η μία μέσα στην ευρωζώνη, με προδιαγεγραμμένη την έκβαση υπέρ του κεφαλαίου και συντριβή των δυνάμεων της εργασίας και η αντίστροφη, που αφήνει ανοιχτή στους συσχετισμούς της ταξικής πάλης τη διέξοδο υπέρ των λαϊκών συμφερόντων.
Συνεπώς, η έκδοση νομίσματος, η ανάκτηση οικονομικών εργαλείων και η εφαρμογή αυστηρών, προστατευτικού χαρακτήρα, ελέγχων και περιορισμών, είναι μονόδρομος, όπως άλλωστε δείχνουν οι πολύτιμες πρόσφατες εμπειρίες από το μεγάλο πειραματικό εργαστήρι της Λατ. Αμερικής, που είναι το τροχιοδεικτικό για τη μαχόμενη αριστερά του καιρού μας.
Η «αγωνία» διαφόρων κύκλων για την έκρηξη δήθεν του πληθωρισμού, σε συνθήκες τέτοιας ξηρασίας, θυμίζει αυτόν που φοβάται ότι θα πλημμυρίσει η έρημος με ένα κουβά νερό. Θα υπάρξουν προβλήματα; Ασφαλώς ναι. Θα απαιτηθεί αρχικά – για διάστημα αρκετών μηνών ίσως – αυστηρή παρέμβαση στην αγορά και έλεγχος στη διαχείριση των συναλλαγματικών αποθεμάτων. Προβλήματα που συνδέονται με την προσφορά εισαγόμενων ειδών πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης (βενζίνη, γάλα, φάρμακα), θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με την κατάλληλη προετοιμασία του λαϊκού παράγοντα, με στιβαρό χέρι στο τιμόνι και με την ενεργοποίηση κάθε διαθέσιμου, οργανωμένου, κρατικού αλλά και συλλογικού ιστού. Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό για τις οργανώσεις μας, που θα έπρεπε να προετοιμάζονται από τώρα κι όχι κάποιοι να βιάζονται να ράψουν κοστούμια.
Οι αποταμιεύσεις, που θα δραχμοποιηθούν, θα προστατευθούν με κρατική εγγύηση, ενώ θα ήταν σκόπιμη και η πριμοδότησή τους, σε αντίστροφη αναλογικότητα με το ύψος τους. Άλλωστε, στη θέση του άκρατου καταναλωτισμού και της πλαστικής φούσκας, η κυβέρνηση της αριστεράς θα πρέπει να καλλιεργήσει και να ενισχύσει το θεσμό της αποταμίευσης της λαϊκής οικογένειας.
Οι αξίες των ακινήτων ασφαλώς θα εκφράζονται σε – υποτιμημένη – δραχμή και συνεπώς θα υποστούν πραγματική υποτίμηση. Αυτή όμως η απαξίωση συντελείται και σήμερα, με μαθηματική βεβαιότητα ότι θα οδηγήσει σύντομα σε ακόμη μεγαλύτερη πραγματική υποτίμηση των αξιών τους, ειδικά για τα εκτεταμένα στη χώρα μας στρώματα μικρών και μεσαίων ιδιοκτητών, μέσω της διαδικασίας της εσωτερικής υποτίμησης, των χαρατσιών και της πολιτικής των τραπεζών.
Τι θα συμβεί στην περίπτωση που μας κόψουν τη χρηματοδότηση; Πώς θα καλυφθεί το πρωτογενές έλλειμμα; Πώς θα ανακεφαλαιοποιήσουμε τις χρεοκοπημένες τράπεζες, πώς θα κάνουμε την απαραίτητη σεισάχθεια; Πώς θα χρηματοδοτήσουμε την παραγωγική ανασύνταξη; Πώς θα πολεμήσουμε την ανεργία; Πώς θα ζωντανέψουμε την εγχώρια ζήτηση; Πώς θα αποκαταστήσουμε – έστω και εν μέρει στην αρχή – τις απώλειες στα μεροκάματα, τους μισθούς, τις συντάξεις, τα επιδόματα; Πως θα αναστήσουμε τις κοινωνικές υποδομές;
Η απάντηση δεν είναι απλή ή μονοσήμαντη. Δεν μπορεί όμως να συγκροτεί απάντηση η λογική ότι θα επιτύχουμε ένα αξιοπρεπή συμβιβασμό ώστε η Μέρκελ να αποδεχθεί να χρηματοδοτεί τα προγράμματα μιας ριζοσπαστικής αριστερής κυβέρνησης. Το επαναλαμβάνουμε με κάθε δυνατή υπογράμμιση: η γραμμή αυτή είναι καταδικασμένη σε χρεοκοπία. Ασφαλής απόδειξη: οι εκτιμήσεις που γίνονται κάθε φορά από το Κ.Ε.Α. αλλά και από στελέχη μας είτε για την υποτιθέμενη αναίμακτη διάσωση των ισπανικών τραπεζών είτε για τις πρόσφατες εξαγγελίες Ντράγκι, σύμφωνα με τις οποίες δήθεν οι ευρωζωνικοί μηχανισμοί ρίχνουν νερό στο κρασί τους και κινούνται προς θετική κατεύθυνση, εκτιμήσεις βεβαίως οι οποίες διαψεύδονται μέσα σε ελάχιστες μόνο ημέρες. Όπως επίσης και η τραγική αυταπάτη των δήθεν αριστερών φεντεραλιστών για περαιτέρω εμβάθυνση της ενοποίησης της ευρωζώνης, η οποία βεβαίως, νομοτελειακά οδηγεί στην πρόταση Μέρκελ, τη μόνη άλλωστε συμβατή με το οικοδόμημα του ενιαίου νομίσματος (σχετικά παραπέμπω και στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο του Γ. Κιμπουρόπουλου στην κυριακάτικη Αυγή της 16/9 με τίτλο «Ευρωγεδών ή Ευρωλεβιάθαν»).
Η επιβολή κάποιου είδους μονομερούς ενέργειας επί των πληρωμών του χρέους (άρνηση, παύση πληρωμών, μορατόριουμ κλπ.), που περιλαμβάνεται έστω και ατελώς στο πρόγραμμά μας, είναι αναγκαία, όχι όμως από μόνη της ικανή προϋπόθεση για την εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων χρηματοδότησης των ανορθωτικών και προοδευτικών προγραμμάτων. Όπως επίσης και η δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών, σε μια αγορά που έχει «στεγνώσει» και σε συνθήκες βαριάς ύφεσης, είναι βέβαιο ότι ελάχιστα θα αποδώσει. Και ας έχουμε επίγνωση ότι κάθε μήνας που περνάει καθιστά ακόμη δυσκολότερη την προσπάθεια ανόρθωσης, ενώ λύσεις χωρίς κοινωνικό κόστος απλά δεν υπάρχουν. Εδώ που είμαστε οι προοπτικές είναι δύο: η μία μέσα στην ευρωζώνη, με προδιαγεγραμμένη την έκβαση υπέρ του κεφαλαίου και συντριβή των δυνάμεων της εργασίας και η αντίστροφη, που αφήνει ανοιχτή στους συσχετισμούς της ταξικής πάλης τη διέξοδο υπέρ των λαϊκών συμφερόντων.
Συνεπώς, η έκδοση νομίσματος, η ανάκτηση οικονομικών εργαλείων και η εφαρμογή αυστηρών, προστατευτικού χαρακτήρα, ελέγχων και περιορισμών, είναι μονόδρομος, όπως άλλωστε δείχνουν οι πολύτιμες πρόσφατες εμπειρίες από το μεγάλο πειραματικό εργαστήρι της Λατ. Αμερικής, που είναι το τροχιοδεικτικό για τη μαχόμενη αριστερά του καιρού μας.
Η «αγωνία» διαφόρων κύκλων για την έκρηξη δήθεν του πληθωρισμού, σε συνθήκες τέτοιας ξηρασίας, θυμίζει αυτόν που φοβάται ότι θα πλημμυρίσει η έρημος με ένα κουβά νερό. Θα υπάρξουν προβλήματα; Ασφαλώς ναι. Θα απαιτηθεί αρχικά – για διάστημα αρκετών μηνών ίσως – αυστηρή παρέμβαση στην αγορά και έλεγχος στη διαχείριση των συναλλαγματικών αποθεμάτων. Προβλήματα που συνδέονται με την προσφορά εισαγόμενων ειδών πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης (βενζίνη, γάλα, φάρμακα), θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με την κατάλληλη προετοιμασία του λαϊκού παράγοντα, με στιβαρό χέρι στο τιμόνι και με την ενεργοποίηση κάθε διαθέσιμου, οργανωμένου, κρατικού αλλά και συλλογικού ιστού. Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό για τις οργανώσεις μας, που θα έπρεπε να προετοιμάζονται από τώρα κι όχι κάποιοι να βιάζονται να ράψουν κοστούμια.
Οι αποταμιεύσεις, που θα δραχμοποιηθούν, θα προστατευθούν με κρατική εγγύηση, ενώ θα ήταν σκόπιμη και η πριμοδότησή τους, σε αντίστροφη αναλογικότητα με το ύψος τους. Άλλωστε, στη θέση του άκρατου καταναλωτισμού και της πλαστικής φούσκας, η κυβέρνηση της αριστεράς θα πρέπει να καλλιεργήσει και να ενισχύσει το θεσμό της αποταμίευσης της λαϊκής οικογένειας.
Οι αξίες των ακινήτων ασφαλώς θα εκφράζονται σε – υποτιμημένη – δραχμή και συνεπώς θα υποστούν πραγματική υποτίμηση. Αυτή όμως η απαξίωση συντελείται και σήμερα, με μαθηματική βεβαιότητα ότι θα οδηγήσει σύντομα σε ακόμη μεγαλύτερη πραγματική υποτίμηση των αξιών τους, ειδικά για τα εκτεταμένα στη χώρα μας στρώματα μικρών και μεσαίων ιδιοκτητών, μέσω της διαδικασίας της εσωτερικής υποτίμησης, των χαρατσιών και της πολιτικής των τραπεζών.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ