ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΑΪΝΑ
Όχι βέβαια, δεν σωθήκαμε. Κανένας δεν πρόκειται να μας σώσει ή να μας
αλλάξει, αν οι ίδιοι δεν θέλουμε να σωθούμε ή να αλλάξουμε. Η τελευταία
συμφωνία στο Eurogroup ασφαλώς έχει πολλά θετικά στοιχεία για την
Ελλάδα. Έδωσε μια μεγάλη ανάσα στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Όχι, δεν μας έλυσε ριζικά και αμετάκλητα το πρόβλημα του χρέους της
χώρας. Ποιος όμως μπορεί να αρνηθεί, όσο κακοπροαίρετος και αν είναι,
ότι η μείωση των επιτοκίων των δανείων μας και μάλιστα από χώρες που
δανείζονται με μεγαλύτερα επιτόκια από αυτά που μας δανείζουν, η
επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής, το πάγωμα για δέκα και για
δεκαπέντε χρόνια της πληρωμής των τόκων και των χρεολυσίων, η επιστροφή
των κερδών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τα ομόλογα μας, είναι
θετικές αποφάσεις για την Ελλάδα;
Θα πει κάποιος ότι το «κούρεμα» του χρέους που γίνεται μέσα από την επαναγορά των ομολόγων δεν ήταν ριζική και δεν το κάνει βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Θα του απαντούσα, ναι καλύτερα θα ήταν να μας «κούρευαν» περισσότερα το χρέος και ειδικά το επίσημο χρέος, δηλαδή αυτό που κατέχουν οι χώρες της Ευρωζώνης και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Πολύ καλύτερα θα έλεγε ένας άλλος θα ήταν να μας χαρίζανε όλα τα δάνεια ή με ένα μαγικό τρόπο να τα εξαφανίζαμε. Το ερώτημα όμως είναι για όσους πατάνε στη γη, τι μπορούσε να γίνει σήμερα ; Και κατά τη γνώμη μου, σήμερα μπορούσε να γίνει αυτό που έγινε. Αυτό το αποτέλεσμα μπορούσαμε να πάρουμε με τους σημερινούς συσχετισμούς, με τη σημερινή κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό πήραμε.
Κάποιοι είπαν ότι η χώρα δεν διαπραγματεύθηκε. Και αυτό ήταν το κύριο επιχείρημα που άκουσα από τους λεγόμενους «αντιμνημονιακούς». Εξαιρώ αυτούς που μιλάνε με όρους προδοσίας, περί χούντας, κατοχής και προτεκτοράτων, διεθνών τοκογλύφων κ.λ.π. γιατί –ομολογώ- δεν έχω επιχειρήματα. Απευθύνομαι λοιπόν σε όσους εκτιμούν ότι δεν έγινε διαπραγμάτευση, ή ότι η χώρα δεν διεκδίκησε τίποτα. Κατά πρώτον πως εννοούν την διαπραγμάτευση ; Το γεγονός ότι τέσσερις μήνες τώρα συζητάμε –για μένα υπερβολικά μεγάλος χρόνος που σπαταλήθηκε – για τα μέτρα δεν ήταν διαπραγμάτευση με τους δανειστές μας ; Ασφαλώς και ήταν διαπραγμάτευση. Αλλά απ’ ότι καταλαβαίνω, διαπραγμάτευση θα ήταν γι αυτούς αν τους λέγαμε : Είτε μας «κουρεύετε» τα δάνεια, είτε σας τινάζουμε την ευρωζώνη στον αέρα. Και επειδή οι εταίροι μας δεν θα διακινδύνευαν την ευρωζώνη για πάνω κάτω, 300 ψωροδισεκατομμύρια ευρώ που είναι το χρέος μας, θα τους στριμώχναμε και τότε θα αναγκαζόντουσαν αν όχι να μας το χαρίσουν, να μας το «κουρέψουν».
Ας δούμε όμως τελείως καλοπροαίρετα κατά πόσο αυτή η τακτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, θα είχε περιθώρια επιτυχίας ή είναι ένας απλός και στείρος αντιπολιτευτισμός, που θέλει απλά να κρύψει από τους ψηφοφόρους του, την ολοκληρωτική στροφή που έχει κάνει στην πολιτική του. Από παύση πληρωμών και καταγγελία του επαχθούς χρέους, προχώρησε στην μονομερή καταγγελία του μνημονίου και τέλος κατέληξε στην πολιτική της επαναδιαπραγμάτευσης, όπως κάνουν δηλαδή και τα τρία κόμματα που συγκροτούν τη σημερινή Κυβέρνηση. Εντάξει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συμφωνεί με την διαπραγμάτευση που κάνει η Κυβέρνηση ή ισχυρίζεται ότι δεν διαπραγματεύεται. Όμως ομολογεί πλέον ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, από την διαπραγμάτευση. Και αυτό βέβαια είναι πολύ θετικό για τη χώρα. Είναι θετικό ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου της χώρας μας, έχει συμφωνήσει ότι έχουμε ένα δυσβάστακτο χρέος για το οποίο πρέπει να διαπραγματευθούμε με τους δανειστές και εταίρους μας, ώστε να το περιορίσουμε δραστικά και να το κάνουμε μακροπρόθεσμα βιώσιμο. Προσωπικά χαίρομαι γι αυτό και λέω απλά: Καλώς τα, τα παιδιά !
Όμως για την ουσία της διαπραγμάτευσης, ας δούμε ποια ήταν τα δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί και αν υπήρχαν περιθώρια για τη χώρα μας να πάρει καλύτερα αποτελέσματα. Η συγκυρία έφερε την κα Λαγκάρντ του ΔΝΤ, για τους δικούς τους λόγους που δεν είναι του παρόντος, (πάντως δεν έχουν σχέση με κάποια ξαφνική συμπάθεια προς τη χώρα μας, απλά τα συμφέροντα των χωρών που εκφράζει σήμερα το ΔΝΤ δεν θέλουν να παρατείνεται αυτή η εκκρεμότητα με την Ελλάδα και τις άλλες χώρες με αντίστοιχα προβλήματα), που να σημειώσουμε ότι οι ίδιοι κάποιους λίγους μήνες πριν έβριζαν, να εκφράζει έντονα και φωναχτά, αυτό που εμείς λέγαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να το φωνάξουμε. Ότι δηλαδή το χρέος μας μακροπρόθεσμα δεν ήταν βιώσιμο και κάτι έπρεπε να κάνει η ευρωζώνη. Και αυτή η συγκυρία με τη στάση του ΔΝΤ, βοήθησε αντικειμενικά ασφαλώς τη χώρα μας, γιατί υποχρέωσε τις πιο ισχυρές χώρες της ευρωζώνης που σηκώνουν και το μεγάλο βάρος της κρίσης χρέους, να αποδεχθούν κάποια πράγματα και να δώσουν έστω και αυτές τις λύσεις που έδωσαν. Που όμως δημιούργησαν τις προϋποθέσεις επαναφοράς του θέματος στο κοντινό μέλλον και όπως λένε όλοι οι αναλυτές μετά τις Γερμανικές εκλογές του 2013. Όμως, γιατί αυτό δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε; Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της πιο ισχυρής χώρας της ευρωζώνης, της Γερμανίας, δηλαδή η κα Μέρκελ και οι σύμμαχοί της, αφήνουν την ριζική αντιμετώπιση του θέματος «δημόσιο χρέος» των χωρών της ευρωζώνης, για μετά τις εκλογές. Και αυτό γιατί δεν θέλουν να υποστούν το πολιτικό κόστος μιας απόφασης τους τώρα, που θα υποχρέωνε τους Γερμανούς φορολογούμενους να βάλλουν βαθειά το χέρι στην τσέπη τους για να δοθεί ριζική λύση σήμερα στο πρόβλημα της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Έτσι ασκείται η πολιτική, γιατί πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα μόνο μέσα από την δική μας συμφέρουσα οπτική; Άρα το θέμα δεν ήταν υπόθεση κάποιας πιο σκληρής στάσης ή κάποιου τύπου «τσαμπουκά» που οι εκπρόσωποι της χώρας δεν τον άσκησαν. Ούτε κάποιων εκβιασμών που δεν ασκήθηκαν από τη χώρα μας. Η πολιτική δεν ασκείται με εκβιασμούς, ούτε με «τσαμπουκάδες». Γιατί καμιά φορά μένεις με τους «τσμπουκάδες» και τους εκβιασμούς, ταπί και μόνος. Και τότε; Και ειδικά όταν είσαι στριμωγμένος, όταν είσαι καταχρεωμένος. Και μην ξεχνάμε και τις αμαρτίες του δικού μας πολιτικού συστήματος, το οποίο μέχρι πρόσφατα, προσπαθούσε να κοροϊδέψει τους «κουτόφραγκους», λέγοντας τους συνεχώς ψέματα για αλλαγές, για μεταρρυθμίσεις, για περιορισμό του ελλείμματος. Και να μην κάνει τίποτα, έρμαιο των συντεχνιακών συμφερόντων και του πελατειακού συστήματος που οικοδόμησε τόσα χρόνια, έχασε κάθε αξιοπιστία απέναντι τους.
Έτσι λοιπόν αυτό που πετύχαμε με την τελευταία συμφωνία, εκτός από μια μεγάλη ανάσα για τη χώρα μας και την ανάκτηση σε ένα βαθμό της αξιοπιστίας μας, για να είμαστε ρεαλιστές δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, από μια συμφωνία που εκφράζει τους σημερινούς συσχετισμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το ποια Ευρώπη έχουμε. Από μια άποψη εκφράζει το επίπεδο ωριμότητας των πολιτικών ηγεσιών, αλλά και των κοινωνιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά το παρών και την προοπτική της Ευρωπαϊκής δημοκρατικής ολοκλήρωσης. Όμως ταυτόχρονα οι αποφάσεις έδειξαν έστω και δειλά, ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να μείνει στο σημερινό επίπεδο μιας νομισματικής ένωσης. Χρειάζονται βέβαια ακόμη, γενναίες αποφάσεις ώστε το αύριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι ένα αύριο δημοκρατικό και ομοσπονδιακό. Και αυτό το μέλλον οι πιο καθυστερημένες και σκοταδιστικές δυνάμεις της Ευρώπης και της χώρας μας θα το πολεμήσουν με όλα τα μέσα. Το μεγάλο όφελος για τη χώρα τουλάχιστον στην φάση αυτή, είναι ότι μπορέσαμε να είμαστε ισότιμα παρόντες στις σημερινές συζητήσεις με τους εταίρους μας και θα πρέπει να είμαστε και αύριο που θα κριθούν πολλά για το ποια Ευρώπη θέλουμε.
Θα πει κάποιος ότι το «κούρεμα» του χρέους που γίνεται μέσα από την επαναγορά των ομολόγων δεν ήταν ριζική και δεν το κάνει βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Θα του απαντούσα, ναι καλύτερα θα ήταν να μας «κούρευαν» περισσότερα το χρέος και ειδικά το επίσημο χρέος, δηλαδή αυτό που κατέχουν οι χώρες της Ευρωζώνης και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Πολύ καλύτερα θα έλεγε ένας άλλος θα ήταν να μας χαρίζανε όλα τα δάνεια ή με ένα μαγικό τρόπο να τα εξαφανίζαμε. Το ερώτημα όμως είναι για όσους πατάνε στη γη, τι μπορούσε να γίνει σήμερα ; Και κατά τη γνώμη μου, σήμερα μπορούσε να γίνει αυτό που έγινε. Αυτό το αποτέλεσμα μπορούσαμε να πάρουμε με τους σημερινούς συσχετισμούς, με τη σημερινή κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό πήραμε.
Κάποιοι είπαν ότι η χώρα δεν διαπραγματεύθηκε. Και αυτό ήταν το κύριο επιχείρημα που άκουσα από τους λεγόμενους «αντιμνημονιακούς». Εξαιρώ αυτούς που μιλάνε με όρους προδοσίας, περί χούντας, κατοχής και προτεκτοράτων, διεθνών τοκογλύφων κ.λ.π. γιατί –ομολογώ- δεν έχω επιχειρήματα. Απευθύνομαι λοιπόν σε όσους εκτιμούν ότι δεν έγινε διαπραγμάτευση, ή ότι η χώρα δεν διεκδίκησε τίποτα. Κατά πρώτον πως εννοούν την διαπραγμάτευση ; Το γεγονός ότι τέσσερις μήνες τώρα συζητάμε –για μένα υπερβολικά μεγάλος χρόνος που σπαταλήθηκε – για τα μέτρα δεν ήταν διαπραγμάτευση με τους δανειστές μας ; Ασφαλώς και ήταν διαπραγμάτευση. Αλλά απ’ ότι καταλαβαίνω, διαπραγμάτευση θα ήταν γι αυτούς αν τους λέγαμε : Είτε μας «κουρεύετε» τα δάνεια, είτε σας τινάζουμε την ευρωζώνη στον αέρα. Και επειδή οι εταίροι μας δεν θα διακινδύνευαν την ευρωζώνη για πάνω κάτω, 300 ψωροδισεκατομμύρια ευρώ που είναι το χρέος μας, θα τους στριμώχναμε και τότε θα αναγκαζόντουσαν αν όχι να μας το χαρίσουν, να μας το «κουρέψουν».
Ας δούμε όμως τελείως καλοπροαίρετα κατά πόσο αυτή η τακτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, θα είχε περιθώρια επιτυχίας ή είναι ένας απλός και στείρος αντιπολιτευτισμός, που θέλει απλά να κρύψει από τους ψηφοφόρους του, την ολοκληρωτική στροφή που έχει κάνει στην πολιτική του. Από παύση πληρωμών και καταγγελία του επαχθούς χρέους, προχώρησε στην μονομερή καταγγελία του μνημονίου και τέλος κατέληξε στην πολιτική της επαναδιαπραγμάτευσης, όπως κάνουν δηλαδή και τα τρία κόμματα που συγκροτούν τη σημερινή Κυβέρνηση. Εντάξει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συμφωνεί με την διαπραγμάτευση που κάνει η Κυβέρνηση ή ισχυρίζεται ότι δεν διαπραγματεύεται. Όμως ομολογεί πλέον ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, από την διαπραγμάτευση. Και αυτό βέβαια είναι πολύ θετικό για τη χώρα. Είναι θετικό ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου της χώρας μας, έχει συμφωνήσει ότι έχουμε ένα δυσβάστακτο χρέος για το οποίο πρέπει να διαπραγματευθούμε με τους δανειστές και εταίρους μας, ώστε να το περιορίσουμε δραστικά και να το κάνουμε μακροπρόθεσμα βιώσιμο. Προσωπικά χαίρομαι γι αυτό και λέω απλά: Καλώς τα, τα παιδιά !
Όμως για την ουσία της διαπραγμάτευσης, ας δούμε ποια ήταν τα δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί και αν υπήρχαν περιθώρια για τη χώρα μας να πάρει καλύτερα αποτελέσματα. Η συγκυρία έφερε την κα Λαγκάρντ του ΔΝΤ, για τους δικούς τους λόγους που δεν είναι του παρόντος, (πάντως δεν έχουν σχέση με κάποια ξαφνική συμπάθεια προς τη χώρα μας, απλά τα συμφέροντα των χωρών που εκφράζει σήμερα το ΔΝΤ δεν θέλουν να παρατείνεται αυτή η εκκρεμότητα με την Ελλάδα και τις άλλες χώρες με αντίστοιχα προβλήματα), που να σημειώσουμε ότι οι ίδιοι κάποιους λίγους μήνες πριν έβριζαν, να εκφράζει έντονα και φωναχτά, αυτό που εμείς λέγαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να το φωνάξουμε. Ότι δηλαδή το χρέος μας μακροπρόθεσμα δεν ήταν βιώσιμο και κάτι έπρεπε να κάνει η ευρωζώνη. Και αυτή η συγκυρία με τη στάση του ΔΝΤ, βοήθησε αντικειμενικά ασφαλώς τη χώρα μας, γιατί υποχρέωσε τις πιο ισχυρές χώρες της ευρωζώνης που σηκώνουν και το μεγάλο βάρος της κρίσης χρέους, να αποδεχθούν κάποια πράγματα και να δώσουν έστω και αυτές τις λύσεις που έδωσαν. Που όμως δημιούργησαν τις προϋποθέσεις επαναφοράς του θέματος στο κοντινό μέλλον και όπως λένε όλοι οι αναλυτές μετά τις Γερμανικές εκλογές του 2013. Όμως, γιατί αυτό δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε; Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της πιο ισχυρής χώρας της ευρωζώνης, της Γερμανίας, δηλαδή η κα Μέρκελ και οι σύμμαχοί της, αφήνουν την ριζική αντιμετώπιση του θέματος «δημόσιο χρέος» των χωρών της ευρωζώνης, για μετά τις εκλογές. Και αυτό γιατί δεν θέλουν να υποστούν το πολιτικό κόστος μιας απόφασης τους τώρα, που θα υποχρέωνε τους Γερμανούς φορολογούμενους να βάλλουν βαθειά το χέρι στην τσέπη τους για να δοθεί ριζική λύση σήμερα στο πρόβλημα της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Έτσι ασκείται η πολιτική, γιατί πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα μόνο μέσα από την δική μας συμφέρουσα οπτική; Άρα το θέμα δεν ήταν υπόθεση κάποιας πιο σκληρής στάσης ή κάποιου τύπου «τσαμπουκά» που οι εκπρόσωποι της χώρας δεν τον άσκησαν. Ούτε κάποιων εκβιασμών που δεν ασκήθηκαν από τη χώρα μας. Η πολιτική δεν ασκείται με εκβιασμούς, ούτε με «τσαμπουκάδες». Γιατί καμιά φορά μένεις με τους «τσμπουκάδες» και τους εκβιασμούς, ταπί και μόνος. Και τότε; Και ειδικά όταν είσαι στριμωγμένος, όταν είσαι καταχρεωμένος. Και μην ξεχνάμε και τις αμαρτίες του δικού μας πολιτικού συστήματος, το οποίο μέχρι πρόσφατα, προσπαθούσε να κοροϊδέψει τους «κουτόφραγκους», λέγοντας τους συνεχώς ψέματα για αλλαγές, για μεταρρυθμίσεις, για περιορισμό του ελλείμματος. Και να μην κάνει τίποτα, έρμαιο των συντεχνιακών συμφερόντων και του πελατειακού συστήματος που οικοδόμησε τόσα χρόνια, έχασε κάθε αξιοπιστία απέναντι τους.
Έτσι λοιπόν αυτό που πετύχαμε με την τελευταία συμφωνία, εκτός από μια μεγάλη ανάσα για τη χώρα μας και την ανάκτηση σε ένα βαθμό της αξιοπιστίας μας, για να είμαστε ρεαλιστές δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, από μια συμφωνία που εκφράζει τους σημερινούς συσχετισμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το ποια Ευρώπη έχουμε. Από μια άποψη εκφράζει το επίπεδο ωριμότητας των πολιτικών ηγεσιών, αλλά και των κοινωνιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά το παρών και την προοπτική της Ευρωπαϊκής δημοκρατικής ολοκλήρωσης. Όμως ταυτόχρονα οι αποφάσεις έδειξαν έστω και δειλά, ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να μείνει στο σημερινό επίπεδο μιας νομισματικής ένωσης. Χρειάζονται βέβαια ακόμη, γενναίες αποφάσεις ώστε το αύριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι ένα αύριο δημοκρατικό και ομοσπονδιακό. Και αυτό το μέλλον οι πιο καθυστερημένες και σκοταδιστικές δυνάμεις της Ευρώπης και της χώρας μας θα το πολεμήσουν με όλα τα μέσα. Το μεγάλο όφελος για τη χώρα τουλάχιστον στην φάση αυτή, είναι ότι μπορέσαμε να είμαστε ισότιμα παρόντες στις σημερινές συζητήσεις με τους εταίρους μας και θα πρέπει να είμαστε και αύριο που θα κριθούν πολλά για το ποια Ευρώπη θέλουμε.
Κώστας Χαϊνάς