Toυ ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ - ΜΕΛΟΣ Κ. Ε. ΣΥΡΙΖΑ
Ενώ το κυπριακό δράμα εκτυλίσσεται και πολλές πλευρές του βρίσκονται ακόμη μέσα στην αχλή της αβεβαιότητας, είναι προφανές ότι οι δομικές του πτυχές αναδεικνύουν την ανάγκη επαναπροσεγγίσεων και επανατοποθετήσεων και πριν απ” όλους στο χώρο μας, το χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Κι αυτό όχι μόνο για τις τρέχουσες επικοινωνιακές ανάγκες απέναντι στο γερμανοντυμένο προσωπικό της εσωτερικής τρόικας, που, πάνω στο συντρίμμια της κυπριακής κοινωνίας, ακροβατεί με επικίνδυνους ρεβανσισμούς, απαιτώντας ακόμη και μια ταπεινωτική αυτοκριτική του κυπριακού λαού για το «όχι» του και στο σχέδιο Ανάν.
Αλλά κυρίως γιατί ως Σύριζα οφείλουμε να αναμετρηθούμε με τα υπαρκτά ερωτήματα που αναδύονται στον ευρύτερο κόσμο της αριστεράς, στον κόσμο της εργασίας και της δημοκρατίας, στις δυνάμεις εκείνες δηλαδή που επιθυμούμε να εκφράσουμε και οι οποίες παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα τις εξελίξεις στην Κύπρο και αντιλαμβάνονται ότι ζούμε σκηνές από το ροκ του μέλλοντός μας.
Πριν από ένα περίπου τρίμηνο, στην Πανελλαδική μας Συνδιάσκεψη, σ” ένα από τα πιο κρίσιμα σημεία της Διακήρυξης, όχι ανέφελα και όχι χωρίς ένταση, καταλήξαμε
στην εξής διατύπωση: «Ενδέχεται να διατυπωθούν κατά τη διαπραγμάτευση
απειλές, ίσως και εκβιασμοί, περί διακοπής της χρηματοδότησης, περί
εξόδου από το ευρώ, ίσως και άλλα. Αλλά, όπως ήθελε να συμπυκνώσει το
σύνθημα που χρησιμοποιήσαμε «καμιά θυσία για το ευρώ», απόλυτη
προτεραιότητα για μας είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και
η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και όχι η υπαγωγή σε υποχρεώσεις
που άλλοι ανέλαβαν υποθηκεύοντας τη χώρα. Κατά συνέπεια, δεσμευόμαστε
ότι θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο τέτοιων απειλών ή εκβιασμών
με όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε ενώ είμαστε
ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε ακόμη και με τη χειρότερη έκβαση. Είμαστε
βέβαιοι ότι σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση ο ελληνικός λαός θα μας
στηρίξει ανεπιφύλακτα».
Να λοιπόν που τα «ενδεχόμενα» και τα «απευκταία» δεν ήταν σενάρια καμωμένα στο μυαλό ορισμένων «που μετατρέπουν τις ιδεολογικές τους εμμονές
σε πραγματικότητες». Να που η ίδια η ζωή και οι εξελίξεις, στην
«εγγύτατη» από κάθε άποψη Κυπριακή Δημοκρατία, μας θέτουν μπροστά στα «επίδικα» – και μάλιστα με τρόπο αναπόδραστο.
Γιατί το να καταγγέλλουμε την τρόικα εσωτερικού που έκανε ό,τι περνούσε απ” το χέρι της για να ναρκοθετηθεί το «όχι» της κυπριακής βουλής και για τα 2 δις του Προβόπουλου, είναι φυσικά το αυτονόητο – κι εδώ που τα λέμε είναι το «εύκολο». Το δύσκολο αλλά απολύτως πλέον απαραίτητο είναι να ξετυλίξουμε μπροστά στο λαό τη δική μας αφήγηση για τον άλλο δρόμο που τον καλούμε μαζί να περπατήσουμε.
Όχι πια θεωρητικά και αφηρημένα,
αλλά πάνω στη ζέουσα πραγματικότητα, που τη βιώνει, την εσωτερικεύει,
προσπαθεί να την επεξεργαστεί, ευρισκόμενος στο μεταίχμιο της ελπίδας,
της ανάτασης αλλά και δυστυχώς της ματαίωσης.
Σ” αυτό λοιπόν το μεταίχμιο, η γραμμή «εκτός τρόικας – εντός ευρώ», ας μη γελιόμαστε μεταξύ μας, είναι τουλάχιστον ανεπαρκής.
Γιατί δεν συγκροτεί απάντηση, τουλάχιστον στην «ακραία» περίπτωση. Γιατί ακόμη κι αυτή η «κανονικότητα» πλέον έχει γίνει αρκούντως ακραία. Και πάντως η Κύπρος μας δείχνει ότι υπάρχουν ακόμη πιο ακραίες εκδοχές της ευρωζωνικής κανονικότητας.
Γιατί, υπό συνθήκες αντίστοιχες με αυτές της Κύπρου, η γραμμή αυτή είναι γραμμή ήττας. Και για να είμαστε ειλικρινείς, οι συνθήκες αυτές παρουσιάζουν περισσότερες αντιστοιχίσεις με τα καθ” ημάς παρά ετερότητες.
Ενώ, στο βαθμό που η γραμμή αυτή
καθίσταται αυτό-καταναγκαστική, οδηγεί πολλούς και πολλές από μας στην
υιοθέτηση έωλων εκτιμήσεων και επιχειρημάτων, που εκθέτουν και αυτούς που τα διατυπώνουν αλλά και το χώρο μας συνολικά. Για παράδειγμα, τι νόημα είχε η διατύπωση ισχυρών επιφυλάξεων εκ μέρους κορυφαίων μας στελεχών στη συνέντευξη τύπου για το αν η Ε.Κ.Τ. θα διακόψει πάραυτα τη ρευστότητα; Για να διαψευστούν βεβαίως, ακόμη πιο πάραυτα. Ή η άχαρη προσπάθεια άλλων να εμφανίσουν πτυχές της δεύτερης – και ακόμη πιο επαίσχυντης βεβαίως απόφασης του Eurogroup - ως επιμέρους έστω θετικά αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης;
Σήμερα, λοιπόν, χρειάζεται, υπό το φως των κυπριακών αλλά και των ευρωπαϊκών εξελίξεων, να εμβαθύνουμε σε ορισμένα ζητήματα.
Χρειάζεται να ανασύρουμε από τη ναφθαλίνη και να πλουτίσουμε με νέα κεφάλαια τη θεωρία μας για τον ιμπεριαλισμό. Γιατί ή θα πρέπει να εκτιμήσουμε ότι η απόφαση «διάσωσης» της Κύπρου δεν έχει στον πυρήνα της παρά τον εγγενή – η εν πάσει περιπτώσει τον εν δυνάμει – ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της «υπαρκτής» ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή θα πρέπει να παραδέρνουμε ανάμεσα σε «εξηγήσεις» του τύπου πόσο τσιγκούνα και προτεστάντισσα είναι η Μέρκελ.
Χρειάζεται να εκτιμήσουμε ψύχραιμα και συγκροτημένα, επίσης, την εμβάθυνση της ευρωζωνικής κρίσης, στο βαθμό που η μορφή της εν λόγω «διάσωσης» αποκτά ευθέως και χαρακτηριστικά καταστροφής συσσωρευμένου κεφαλαίου. Χωρίς βεβαίως αυταπάτες και προπαντός χωρίς να ξεχνούμε ούτε για μια στιγμή πως αυτό συνιστά πρωτίστως τροχιοδεικτική βολή για εκθετική αύξηση της επίθεσης ενάντια στην εργασία.
Χρειάζεται, ακόμη, να διαπιστώσουμε ότι στις συνθήκες της παρούσας κρίσης, που εντατικοποιεί την κοινωνική πόλωση, δρόμοι «εθνικής» συνεννόησης με τις κυρίαρχες δυνάμεις του αστισμού δεν υπάρχουν. Και με κάθε αδελφικότητα προς τους συντρόφους μας του ΑΚΕΛ, η ιδιότυπη στήριξη προς τον Αναστασιάδη μπορεί να οδηγήσει σε – ακόμη πιο -δύσκολα ανατάξιμες περιπέτειες την κυπριακή αριστερά. Αυτή η γραμμή θα πρέπει γρήγορα να εγκαταλειφθεί, ακόμη κι αν θα χρειαστεί να βγουν σκελετοί από το ντουλάπι.
Χρειάζεται επειγόντως να επανεκκινήσουμε, χωρίς εσωστρέφεια, τον εσωτερικό μας διάλογο.
Με συλλογική κατανόηση ότι οι αγωνίες
και οι απόψεις εκείνες που εκφράζουν την ανάγκη να επεξεργαστούμε την
εναλλακτική στρατηγική «εκτός τρόικας – χωρίς όριο το ευρώ» είναι υπαρκτός πλούτος για το κόμμα και τη δυναμική του. Ότι δεν μπορεί να ενοχοποιούνται με τη ρετσινιά της «εθνικής αναδίπλωσης».
Ότι δεν επιτρέπεται να πρωτοστατούν κορυφαία στελέχη μας στην ελεεινολογία και την καταστροφολογία για ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ. Ισοδυναμεί με το να προσπαθεί κάποιος να πυροβολήσει το – ένα του έστω – πόδι.
Ότι το πρωτεύον σχέδιό μας για διαπραγμάτευση εντός ευρωζώνης θα είναι κολοβό αν δεν συνοδεύεται και από σχέδιο «παντός καιρού», απαραίτητο για την προετοιμασία του λαϊκού παράγοντα.
Και τέλος, θα πρέπει, υλοποιώντας επιτέλους και τη διακήρυξή μας – που επαναδιατυπώθηκε μάλιστα και στην τελευταία σύνοδο της Κ.Ε. – να μιλήσουμε με σαφήνεια, ήρεμα κι απλά και «για όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε και γα το πώς προετοιμαζόμαστε να αναμετρηθούμε». Γιατί τα «απευκταία ενδεχόμενα» δεν φαντάζουν και τόσο μακρινά.