Ο Δικηγορικός Σύλλογος Χαλκίδας θυμίζει ότι ήταν πάντα κατά των μνημονίων, ωστόσο τονίζει ότι διατηρεί επιφυλάξεις με τους όρους διεξαγωγής του δημοψηφίσματος που θα διεξαχθή την Κυριακή 5 Ιουλίου 2015...
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Χαλκίδας, με τους αγώνες και τη μεγάλη δημοκρατική παράδοση του, αντέδρασε έγκαιρα θεσμικά στις ασκηθείσες πολιτικές των δανειστών σε βάρος τόσο του δικηγορικού σώματος, όσο και της κοινωνίας των πολιτών.
Θυμίζουμε την δικαστική προσφυγή μας κατά των μνημονίων, του τέλους επιτηδεύματος, του ΕΝΦΙΑ, τη διεξαγωγή του πρώτου πανελλήνιου δικηγορικού δημοψηφίσματος κατά της επιχειρηθείσας τροποποίησης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με μείζον διακύβευμα την προστασία των συμφερόντων των πλέον αδυνάτων συμπολιτών μας – δανειοληπτών κ.λπ.
Τούτων δοθέντων και μη δυναμένων να αμφισβητηθούν υπό ουδενός, ο ΔΣΧ καλείται θεσμικά, σύμφωνα με τον ν. 4023/2011, (άρθρα 5 και 10) να τοποθετηθεί νομικά στο δημόσιο διάλογο επί του επικειμένου δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015.
Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος μας έφερε αντιμέτωπους με ουσιώδη προβλήματα επί του κύρους και του νοήματος του εν λόγω δημοψηφίσματος και ταυτόχρονα με μείζονα υπαρξιακά ζητήματα για το μέλλον της χώρας.
Διατηρούμε πολλαπλές επιφυλάξεις αναφορικά με την εκπλήρωση των βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπει ο ν. 4023/2011 σχετικά με τους όρους διεξαγωγής δημοψηφίσματος, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος. Πιστεύουμε ότι το δικαίωμα συμμετοχής μας στο δημόσιο διάλογο επί των ερωτημάτων που θέτει το δημοψήφισμα, προϋποθέτει την σαφή και πλήρη ενημέρωσή μας από αυτούς που ανέλαβαν την πρωτοβουλία, τόσο επί του αντικειμένου του δημοψηφίσματος όσο και των συνεπειών του «ναι» ή του «όχι». Η θεμελιώδης αυτή προϋπόθεση, η οποία δεν είναι κενός τύπος, αλλά ουσιαστική επιβεβαίωση του κράτους δικαίου, δεν συντρέχει εν προκειμένω.
Το έλλειμμα της αναγκαίας ενημέρωσης αποτυπώνεται, άλλωστε, στο ίδιο το περιεχόμενο του ψηφοδελτίου, όπου γίνεται παραπομπή σε δύο μη επικυρωμένα κείμενα, χωρίς τα αναγκαία στοιχεία επισήμου εγγράφου (χρονολογία, υπογραφές, σφραγίδες, πιστοποίηση του εκδότη), ώστε να είναι αδύνατη η επεξεργασία τους, προκειμένου να διαμορφώσουμε μια τελική θέση, θετική ή αρνητική.
Όπως είναι ευνόητο, αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση του Ν. 4023/2011 (άρθρο 3 παρ. 2), το ερώτημα ενός δημοψηφίσματος δεν μπορεί να είναι ούτε ασαφές ούτε υπαινικτικό. Δεν μπορεί να αναζητούμε -εις μάτην- το πραγματικό του νόημα. Δεν μπορεί να παραμένουν κρυφά και άδηλα ερωτήματα.
Η είδηση για την κατάθεση νέας πρότασης από την κυβέρνηση, δημιουργεί περαιτέρω ερωτηματικά για το νόημα ή / και το περιεχόμενο ή / και τη σκοπιμότητα αυτού του δημοψηφίσματος.
Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος υποκρύπτει καταστρατήγηση της συνταγματικής απαγόρευσης διενέργειας δημοψηφισμάτων επί δημοσιονομικών θεμάτων.
Βασίζεται σε στρέβλωση των νομικών εγγυήσεων με την σύντμηση των συνήθων εκλογικών προθεσμιών – ουσιώδη προϋπόθεση επαρκούς πληροφόρησης του λαού, ην παραπομπή του ερωτήματος σε κείμενα, που δεν πληρούν καν τη νομική έννοια του «εγγράφου», αλλά και την πλήρη προχειρότητα ή τη μεθόδευση αναφορικά με κρίσιμα πρακτικά θέματα, όπως ο διορισμός των δικαστικών αντιπροσώπων και, δυστυχώς, η μορφή των ψηφοδελτίων. Πρόκειται για ζητήματα νομικού πολιτισμού, για τα οποία αρκούμαστε μέχρι στιγμής στην κατανυκτική σιωπή των αρμόδιων φορέων.
Ας σημειωθεί ότι η σύντμηση των προθεσμιών και η επίσπευση του δημοψηφίσματος καθώς και η δυσμενής οικονομική συγκυρία που επήλθε από αυτή, καθιστά προβληματική την παρουσία των δικαστικών αντιπροσώπων στα εκλογικά τμήματα που έχουν διορισθεί με την ΠΝΠ.
Τρεις μέρες τώρα γινόμαστε μάρτυρες μιας έντονης, παράδοξης, διχαστικής πολεμικής, μιας πολεμικής που δεν συνάδει με τις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Με τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το καθήκον της χώρας να ανταποκριθεί στο ρόλο της ως κράτος-μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Το μέλλον της χώρας μας είναι αδιαμφισβήτητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη και δεν μπορεί να νοηθεί διαφορετική πορεία για τη χώρα. Η διασφάλιση της κοινής ευρωπαϊκής πορείας είναι υποχρέωση όλων. Αυτό, άλλωστε, υπαγορεύει η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και το Σύνταγμά μας.
Τούτο ασφαλώς δεν σημαίνει τυφλή υιοθέτηση αυθαίρετων ή κοινωνικά άδικων αξιώσεων εταίρων μας ή/και των δανειστών, αλλά σεβασμό στις κοινές μας αξίες και τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις.