Χρειάστηκε να περάσουν επτά μήνες για να δοθεί εντολή να ανοίξει το κρυφό κινητό που χρησιμοποιούσε ο ισοβίτης Γιαννουσάκης στις Φυλακές Χαλκίδας και αυτό γιατί αρχικά ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Πειραιά Ιωάννης Μαλλούχος είχε απορρίψει το αίτημα της Εισαγγελέα Ειρήνης Τζίβα υποστηρίζοντας ότι το κρυφό κινητό δεν θα συμβάλει στη διερεύνηση της υπόθεσης του ναρκόπλοιου...
Στις 11 Οκτωβρίου του 2017, λοιπόν, και ενώ η έρευνα της εισαγγελέα Τζίβα ήταν σε πλήρη εξέλιξη, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι των φυλακών Χαλκίδας έπειτα από αιφνιδιαστικό έλεγχο ανακάλυψαν μέσα στο κελί του Γιαννουσάκη το τηλέφωνό του κρυμμένο σε μια παντόφλα. Επρόκειτο για κινητό τηλέφωνο μάρκας Samsung, το οποίο, όπως αναφέρεται επί λέξει: «Κατείχε ο κρατούμενος Ευθύμιος Γιαννουσάκης, ο οποίος στην υπό κρίση υπόθεση κατά τα εκτεθέντα στο συμβούλιο (σ.σ.: που υπό την προεδρία Μαλλούχου απέρριψε το αίτημα άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου) από την Εισαγγελέα Πρωτοδικών η οποία διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση τυγχάνει ένας από τους “υπόπτους” των διερευνώμενων αδικημάτων».
Το εν λόγω κινητό, που κατασχέθηκε κατόπιν σχετικής εισαγγελικής εντολής, είχε παραδοθεί στις 12/10/2017 από τη διεύθυνση της φυλακής σε υπάλληλο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά μαζί με την κάρτα SIM και την μπαταρία του.
Από την πλευρά της, βεβαίως, η εισαγγελέας Ειρήνη Τζίβα έπραξε άμεσα το αυτονόητο. Αιτήθηκε την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα διάρκειας δύο μηνών. Το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο όμως επιφύλασσε μια δυσάρεστη έκπληξη στην εισαγγελική λειτουργό που έδινε έναν πολύ δύσκολο και μετά πολλών εμποδίων αγώνα για να ξετυλίξει το κουβάρι της υπόθεσης. Απέρριψε το αίτημά της για άρση τηλεφωνικού απορρήτου βασικού εμπλεκομένου και μάλιστα σε υπόθεση 2,1 τόνων ηρωίνης, με ένα σκεπτικό που είναι τουλάχιστον ακατανόητο, καθώς επί της ουσίας έκρινε ότι:
Σε μια τέτοια υπόθεση, με οκτώ νεκρούς μάρτυρες και μια αμφιλεγόμενη πρωτόδικη κρίση για την οποία ασκήθηκε έφεση από εισαγγελέα, με ανοικτά τα πιο κρίσιμα σκέλη και απίστευτο παρασκήνιο, η άρση του απορρήτου του κρυφού τηλεφώνου βασικού μάρτυρα που έχει ήδη μια πρωτόδικη καταδίκη ισοβίων στην πλάτη του και έχει δώσει συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία στη συνέχεια πήρε πίσω, που ποιος ξέρει με ποιον μιλούσε στο τηλέφωνο από τη φυλακή και τι κανόνιζε και που ο ίδιος άλλωστε είχε καταγγείλει απόπειρες χειραγώγησής του ακόμη και από πολιτικά πρόσωπα, ΔΕΝ ΘΑ ΣΥΜΒΑΛΕΙ ΟΥΣΙΩΔΩΣ ΣΤΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ... Κι αυτό γιατί έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την τέλεση των υπό διερεύνηση αδικημάτων.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Documento», το δικαστικό συμβούλιο ανέφερε συγκεκριμένα στο απορριπτικό σκεπτικό του ότι:
«...λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα των περίπου τριών ετών, που έχει μεσολαβήσει από την τέλεση κακουργημάτων, για τα οποία διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση (βλ. το από 10/3/2017 έγγραφο της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά προς τον Διευθυντή Διευθύνσεως Οικονομικής Αστυνομίας, στο οποίο προσδιορίζονται τα έτη 2013-2014 ως χρόνος τελέσεως των κακουργημάτων για τα οποία διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση) έως την κατάσχεση του κινητού τηλεφώνου, κρίνει ότι η αιτούμενη άρση για το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017, δεν θα συμβάλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης και ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν θα καταστεί δυσχερής χωρίς αυτήν... και συνεπώς πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη».
Κατά του επίμαχου βουλεύματος ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπο Βουρλιώτη, ο οποίος στο σκεπτικό του «αδειάζει» εντελώς το Δικαστικό Συμβούλιο Πειραιά, για το οποίο μάλιστα αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να προκαταλαμβάνει το αποτέλεσμα της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου θεωρώντας την ατελέσφορη.
Αναφερόταν χαρακτηριστικά στην αναίρεση Βουρλιώτη, που τελικά έγινε δεκτή από τον Αρειο Πάγο: «Ετσι όπως έκρινε το Συμβούλιο δεν διέλαβε στο βούλευμά του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως εκ τούτου ιδρύθηκε ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠΔ σύστοιχος λόγος αναίρεσης.
Και τούτο διότι, εντελώς αόριστα και μάλιστα σαν να προκαταλαμβάνεται το ατελέσφορο της συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης, αναφέρεται ότι η αιτούμενη άρση δεν θα συμβάλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης, ενόψει του ότι τα υπό διερεύνηση εγκλήματα φέρονται να έχουν τελεστεί προ τριετίας και συγκεκριμένα κατά τα έτη 2013-2014, χωρίς, όμως, να παρατίθενται σκέψεις που θεμελιώνουν την κρίση αυτή, αφού δεν εξηγείται για ποιο λόγο τα στοιχεία που ενδεχομένως θα προκύψουν από άρση του τηλεφωνικού απορρήτου δεν θα είναι χρήσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από τον χρόνο τέλεσης των αξιόποινων πράξεων. Επίσης, ενώ επισημαίνεται ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν θα καταστεί δυσχερής χωρίς την άρση του εν λόγω απορρήτου, δεν παρατίθενται θεμελιωτικοί της κρίσης αυτής συλλογισμοί, με τους οποίους αναιρείται η αιτιολογημένη θέση της αιτούσας εισαγγελέως, σύμφωνα με την οποία από την προκαταρκτική εξέταση που η ίδια διενεργεί προέκυψαν μεν σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν τελεστεί τα προαναφερόμενα εγκλήματα, πλην όμως η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης καθίσταται σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερής αν δεν διαταχθεί η άρση του απορρήτου».
Με αυτό το εύλογο σκεπτικό, από το οποίο σαφέστατα προκύπτει ότι η επίμαχη άρνηση δυσχέραινε το ήδη εξαιρετικά δύσκολο έργο της κ. Τζίβα, η οποία όμως ακόμη κι έτσι κατάφερε να φέρει σε πέρας την έρευνά της, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Βουρλιώτης ζητούσε να αναιρεθεί το εν λόγω βούλευμα, όπως κι έγινε.
Το αίτημα της εισαγγελέα Τζίβα εξετάστηκε εκ νέου από το ίδιο συμβούλιο, που συγκροτήθηκε όμως από άλλους δικαστές, κι έγινε δεκτό.
Και τώρα αναμένονται τα στοιχεία από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας που θα δείχνουν τα νταραβέρια του Γιαννουσάκη το κρίσιμο εκείνο χρονικό διάστημα... Στοιχεία που πλέον θα αξιολογηθούν από την ανακρίτρια κατά της Διαφθοράς του Πειραιά, πρόεδρο Πρωτοδικών Ευαγγελία Αλεξακίδου, στην οποία χρεώθηκε η δικογραφία για περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης, μετά την άσκηση των βαρύτατων ποινικών διώξεων σε βάρος του Ευάγγ. Μαρινάκη και των τριών συνεργατών του για εγκληματική οργάνωση, η δράση της οποίας συνδέεται με τη μεταφορά, διακίνηση, χρηματοδότηση και αποθήκευση των τόνων της ηρωίνης του «Noor 1».
Στις 11 Οκτωβρίου του 2017, λοιπόν, και ενώ η έρευνα της εισαγγελέα Τζίβα ήταν σε πλήρη εξέλιξη, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι των φυλακών Χαλκίδας έπειτα από αιφνιδιαστικό έλεγχο ανακάλυψαν μέσα στο κελί του Γιαννουσάκη το τηλέφωνό του κρυμμένο σε μια παντόφλα. Επρόκειτο για κινητό τηλέφωνο μάρκας Samsung, το οποίο, όπως αναφέρεται επί λέξει: «Κατείχε ο κρατούμενος Ευθύμιος Γιαννουσάκης, ο οποίος στην υπό κρίση υπόθεση κατά τα εκτεθέντα στο συμβούλιο (σ.σ.: που υπό την προεδρία Μαλλούχου απέρριψε το αίτημα άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου) από την Εισαγγελέα Πρωτοδικών η οποία διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση τυγχάνει ένας από τους “υπόπτους” των διερευνώμενων αδικημάτων».
Το εν λόγω κινητό, που κατασχέθηκε κατόπιν σχετικής εισαγγελικής εντολής, είχε παραδοθεί στις 12/10/2017 από τη διεύθυνση της φυλακής σε υπάλληλο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά μαζί με την κάρτα SIM και την μπαταρία του.
Από την πλευρά της, βεβαίως, η εισαγγελέας Ειρήνη Τζίβα έπραξε άμεσα το αυτονόητο. Αιτήθηκε την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα διάρκειας δύο μηνών. Το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο όμως επιφύλασσε μια δυσάρεστη έκπληξη στην εισαγγελική λειτουργό που έδινε έναν πολύ δύσκολο και μετά πολλών εμποδίων αγώνα για να ξετυλίξει το κουβάρι της υπόθεσης. Απέρριψε το αίτημά της για άρση τηλεφωνικού απορρήτου βασικού εμπλεκομένου και μάλιστα σε υπόθεση 2,1 τόνων ηρωίνης, με ένα σκεπτικό που είναι τουλάχιστον ακατανόητο, καθώς επί της ουσίας έκρινε ότι:
Σε μια τέτοια υπόθεση, με οκτώ νεκρούς μάρτυρες και μια αμφιλεγόμενη πρωτόδικη κρίση για την οποία ασκήθηκε έφεση από εισαγγελέα, με ανοικτά τα πιο κρίσιμα σκέλη και απίστευτο παρασκήνιο, η άρση του απορρήτου του κρυφού τηλεφώνου βασικού μάρτυρα που έχει ήδη μια πρωτόδικη καταδίκη ισοβίων στην πλάτη του και έχει δώσει συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία στη συνέχεια πήρε πίσω, που ποιος ξέρει με ποιον μιλούσε στο τηλέφωνο από τη φυλακή και τι κανόνιζε και που ο ίδιος άλλωστε είχε καταγγείλει απόπειρες χειραγώγησής του ακόμη και από πολιτικά πρόσωπα, ΔΕΝ ΘΑ ΣΥΜΒΑΛΕΙ ΟΥΣΙΩΔΩΣ ΣΤΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ... Κι αυτό γιατί έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την τέλεση των υπό διερεύνηση αδικημάτων.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Documento», το δικαστικό συμβούλιο ανέφερε συγκεκριμένα στο απορριπτικό σκεπτικό του ότι:
«...λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα των περίπου τριών ετών, που έχει μεσολαβήσει από την τέλεση κακουργημάτων, για τα οποία διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση (βλ. το από 10/3/2017 έγγραφο της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά προς τον Διευθυντή Διευθύνσεως Οικονομικής Αστυνομίας, στο οποίο προσδιορίζονται τα έτη 2013-2014 ως χρόνος τελέσεως των κακουργημάτων για τα οποία διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση) έως την κατάσχεση του κινητού τηλεφώνου, κρίνει ότι η αιτούμενη άρση για το χρονικό διάστημα από 26/8/2017 έως 26/10/2017, δεν θα συμβάλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης και ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν θα καταστεί δυσχερής χωρίς αυτήν... και συνεπώς πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη».
Κατά του επίμαχου βουλεύματος ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπο Βουρλιώτη, ο οποίος στο σκεπτικό του «αδειάζει» εντελώς το Δικαστικό Συμβούλιο Πειραιά, για το οποίο μάλιστα αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να προκαταλαμβάνει το αποτέλεσμα της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου θεωρώντας την ατελέσφορη.
Αναφερόταν χαρακτηριστικά στην αναίρεση Βουρλιώτη, που τελικά έγινε δεκτή από τον Αρειο Πάγο: «Ετσι όπως έκρινε το Συμβούλιο δεν διέλαβε στο βούλευμά του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως εκ τούτου ιδρύθηκε ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠΔ σύστοιχος λόγος αναίρεσης.
Και τούτο διότι, εντελώς αόριστα και μάλιστα σαν να προκαταλαμβάνεται το ατελέσφορο της συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης, αναφέρεται ότι η αιτούμενη άρση δεν θα συμβάλει ουσιωδώς στη διερεύνηση της υπόθεσης, ενόψει του ότι τα υπό διερεύνηση εγκλήματα φέρονται να έχουν τελεστεί προ τριετίας και συγκεκριμένα κατά τα έτη 2013-2014, χωρίς, όμως, να παρατίθενται σκέψεις που θεμελιώνουν την κρίση αυτή, αφού δεν εξηγείται για ποιο λόγο τα στοιχεία που ενδεχομένως θα προκύψουν από άρση του τηλεφωνικού απορρήτου δεν θα είναι χρήσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από τον χρόνο τέλεσης των αξιόποινων πράξεων. Επίσης, ενώ επισημαίνεται ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν θα καταστεί δυσχερής χωρίς την άρση του εν λόγω απορρήτου, δεν παρατίθενται θεμελιωτικοί της κρίσης αυτής συλλογισμοί, με τους οποίους αναιρείται η αιτιολογημένη θέση της αιτούσας εισαγγελέως, σύμφωνα με την οποία από την προκαταρκτική εξέταση που η ίδια διενεργεί προέκυψαν μεν σοβαρές ενδείξεις ότι έχουν τελεστεί τα προαναφερόμενα εγκλήματα, πλην όμως η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης καθίσταται σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερής αν δεν διαταχθεί η άρση του απορρήτου».
Με αυτό το εύλογο σκεπτικό, από το οποίο σαφέστατα προκύπτει ότι η επίμαχη άρνηση δυσχέραινε το ήδη εξαιρετικά δύσκολο έργο της κ. Τζίβα, η οποία όμως ακόμη κι έτσι κατάφερε να φέρει σε πέρας την έρευνά της, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Βουρλιώτης ζητούσε να αναιρεθεί το εν λόγω βούλευμα, όπως κι έγινε.
Το αίτημα της εισαγγελέα Τζίβα εξετάστηκε εκ νέου από το ίδιο συμβούλιο, που συγκροτήθηκε όμως από άλλους δικαστές, κι έγινε δεκτό.
Και τώρα αναμένονται τα στοιχεία από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας που θα δείχνουν τα νταραβέρια του Γιαννουσάκη το κρίσιμο εκείνο χρονικό διάστημα... Στοιχεία που πλέον θα αξιολογηθούν από την ανακρίτρια κατά της Διαφθοράς του Πειραιά, πρόεδρο Πρωτοδικών Ευαγγελία Αλεξακίδου, στην οποία χρεώθηκε η δικογραφία για περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης, μετά την άσκηση των βαρύτατων ποινικών διώξεων σε βάρος του Ευάγγ. Μαρινάκη και των τριών συνεργατών του για εγκληματική οργάνωση, η δράση της οποίας συνδέεται με τη μεταφορά, διακίνηση, χρηματοδότηση και αποθήκευση των τόνων της ηρωίνης του «Noor 1».