Δύο αυτοτελείς εγκληματικές οργανώσεις που συνδέονται
μεταξύ τους και δραστηριοποιούνταν συστηματικά στην εισαγωγή και
διακίνηση-εμπορία στον ελλαδικό χώρο μεγάλων ποσοτήτων
παραποιημένων-απομιμητικών προϊόντων γνωστών εμπορικών οίκων ως δήθεν
γνήσιων, κυρίως ειδών ένδυσης και αθλητικών υποδημάτων από την Τουρκία,
εξάρθρωσε η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας, της ΕΛ.ΑΣ...
Σε επιχείρηση, σε συνεργασία με
την Υποδιεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας Βορείου Ελλάδος σε περιοχές της Αττικής, της Θεσσαλονίκης, της Αλεξανδρούπολης και της
Ξάνθης, συνελήφθησαν 20 άτομα (14 από την πρώτη και 6 από τη δεύτερη
οργάνωση), εκ των οποίων τρεις τελωνειακοί και αστυνομικός, που
διευκόλυναν και παρείχαν πληροφορίες στα εν λόγω εγκληματικά δίκτυα, ενώ
ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται άλλα 66 άτομα, ανάμεσα τους και άλλοι αστυνομικοί.
Όπως προέκυψε, η πρώτη οργάνωση δρούσε τουλάχιστον από τα μέσα του
2016, με καθοδηγητές τέσσερα από τα μέλη της. Ηγετικό μέλος της
«στρατολόγησε» τρεις τελωνειακούς υπάλληλους και εξασφάλισε τη συνδρομή
τους, ώστε να παραλείπουν τη διενέργεια ελέγχου σε συγκεκριμένα
εμπορεύματα που περιείχαν μεγάλες ποσότητες ειδών ένδυσης, υπόδησης
κ.ά., στα οποία είχαν τεθεί πλαστά σήματα επώνυμων εμπορικών οίκων και
ήταν συσκευασμένα σε δέματα ή σάκους.
Οι υπάλληλοι αυτοί ενημέρωναν επίσης το συγκεκριμένο αρχηγικό μέλος
ως προς τον χρόνο που εργάζονταν ώστε να προγραμματίζεται ο χρόνος
διέλευσης από το Τελωνείο των φορτηγών που μετέφεραν τα παράνομα
εμπορεύματα, με σκοπό την αποφυγή ελέγχων και την παρεπόμενη βεβαίωση
σχετικών διοικητικών πρόστιμων, ενέργεια από την οποία προκαλείτο ζημία
στα έσοδα του Δημοσίου.
Ποσότητες απομιμητικών προϊόντων, καθ’ υπόδειξη των αρχηγικών μελών,
μεταφέρονταν με φορτηγά διεθνών μεταφορών από την Τουρκία στην Ελλάδα,
μέσω Βουλγαρίας, μεταφέροντάς τα, συγκαλυμμένα, παράλληλα με μη επώνυμα
είδη.
Τα υπόλοιπα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης αναλάμβαναν κυρίως την
παραλαβή, αποθήκευση, διακίνηση και παράδοση των εισαγόμενων
εμπορευμάτων (είδη ένδυσης, υπόδησης, δερμάτινες τσάντες, κ.α), που
αποτελούσαν προϊόντα απομίμησης ή μη επώνυμα είδη και σε ορισμένες
περιπτώσεις εισέπρατταν χρηματικά ποσά που αναλογούσαν στη διακίνηση των
εμπορευμάτων.
Στην ίδια οργάνωση συμμετείχαν και οι τελικοί αποδέκτες των εν λόγω
εμπορευμάτων. Τα εν λόγω μέλη της οργάνωσης είτε διατηρούσαν
επιχειρήσεις χονδρικού και λιανικού εμπορίου (καταστήματα ένδυσης,
υπόδησης κ.α.), είτε δραστηριοποιούνταν στο υπαίθριο εμπόριο, σε
διαφορές περιοχές της χώρας.
Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις διαχειρίζονταν παράνομα «ηλεκτρονικά καταστήματα», μέσω των οποίων διατίθονταν προς πώληση τα εμπορεύματα που διακινούσαν τα λοιπά μέλη της οργάνωσης.
Τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στην αξία των εμπορευμάτων από την Τουρκία μεταφέρονταν χωρίς τη μεσολάβηση τραπεζών ή ιδρυμάτων πληρωμών (προφανώς για να μην ανιχνεύονται οι συναλλαγές αυτές), για την εξόφληση των προμηθευτών, δίχως να δηλώνονται στο Τελωνείο.
Περαιτέρω, τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης, σε συνεννόηση με τα βασικά μέλη της, κατόπιν συμφωνιών για κάθε μεταφορά των παράνομων εμπορευμάτων, εισέπρατταν από περίπου τέσσερα έως έξι ευρώ ανά κιλό εμπορεύματος, ανάλογα με το είδος και την κατηγορία των προϊόντων απομίμησης.
Για την αποφυγή ελέγχων και αποκάλυψης της δράσης τους, τα μέλη του κυκλώματος πραγματοποιούσαν τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ τους μέσω διαδικτυακών εφαρμογών και συνδέσεων κινητής τηλεφωνίας με συνδρομητές τρίτα πρόσωπα, συνομιλώντας με συγκαλυμμένες λέξεις-κώδικα επικοινωνίας.
Τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στην αξία των εμπορευμάτων από την Τουρκία μεταφέρονταν χωρίς τη μεσολάβηση τραπεζών ή ιδρυμάτων πληρωμών (προφανώς για να μην ανιχνεύονται οι συναλλαγές αυτές), για την εξόφληση των προμηθευτών, δίχως να δηλώνονται στο Τελωνείο.
Περαιτέρω, τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης, σε συνεννόηση με τα βασικά μέλη της, κατόπιν συμφωνιών για κάθε μεταφορά των παράνομων εμπορευμάτων, εισέπρατταν από περίπου τέσσερα έως έξι ευρώ ανά κιλό εμπορεύματος, ανάλογα με το είδος και την κατηγορία των προϊόντων απομίμησης.
Για την αποφυγή ελέγχων και αποκάλυψης της δράσης τους, τα μέλη του κυκλώματος πραγματοποιούσαν τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ τους μέσω διαδικτυακών εφαρμογών και συνδέσεων κινητής τηλεφωνίας με συνδρομητές τρίτα πρόσωπα, συνομιλώντας με συγκαλυμμένες λέξεις-κώδικα επικοινωνίας.
Επίσης, διέθεταν προπομπούς στα φορτηγά που μετέφεραν τα εμπορεύματα, μετά την είσοδό τους στην Ελλάδα, προς τους χώρους προσωρινής αποθήκευσης.