Η πρόοδος του εθνικού κτηματολογίου θέτει επί τάπητος το ζήτημα της δημόσιας περιουσίας, πιθανότατα τελευταία φορά...
Καθώς οι δημόσιες υπηρεσίες σπεύδουν να δηλώσουν ακίνητα που δεν αναζήτησε κανείς επί δεκαετίες, το «σύστημα» ανακαλύπτει τους… νέους ιδιοκτήτες, πολλοί από τους οποίους κατέχουν τη γη με μακρά διαδοχή συμβολαίων. Πρόσφατη έρευνα του ΕΜΠ υποδεικνύει ότι στα αρχεία των κτηματικών υπηρεσιών βρίσκονται τουλάχιστον 28.000 «κατεχόμενα» ακίνητα, κι αυτά για μία μόνο κατηγορία της δημόσιας περιουσίας.
Η έρευνα βασίζεται σε στοιχεία της τέως Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου-ΚΕΔ (νυν Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου – ΕΤΑΔ) και αφορά τη λεγόμενη «ιδιωτική περιουσία» του Δημοσίου που είναι καταγεγραμμένη από το υπουργείο Οικονομικών (προήλθε εκ διαδοχής με το οθωμανικό κράτος). Περιλαμβάνει εθνικές γαίες, αδέσποτα και εγκαταλελειμμένα ακίνητα, σχολάζουσες κληρονομιές και ακίνητα που προήλθαν από δωρεές προς το Δημόσιο και αναγκαστικές απαλλοτριώσεις.
Τα καταπατημένα ακίνητα δεν είναι όλα εντοπίσιμα.
Τα περισσότερα καταπατημένα δημόσια ακίνητα με πλήρη στοιχεία βρίσκονται στην Κορινθία (31.212 στρέμματα) και ακολουθούν η Εύβοια (23.443 στρέμματα), η Αττική (23.399 στρέμματα) και η Ηλεία (22.633 στρέμματα). Σημαντικός είναι και ο αριθμός των κατεχόμενων δημοσίων ακινήτων στην Αργολίδα, στη Μαγνησία, στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη.
Στην κατηγορία όσων ακινήτων δεν συνοδεύονται από χάρτες, τα περισσότερα βρίσκονται στα Δωδεκάνησα (30.189 στρέμματα), στην Κοζάνη (16.660 στρέμματα) και στις Σέρρες (14.538 στρέμματα). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ακίνητα με έκταση μεγαλύτερη των 2.000 στρεμμάτων αντιπροσωπεύουν το 46% του συνόλου των κατεχομένων δημόσιων κτημάτων, ενώ τα καταπατημένα ακίνητα άνω των 5.000 στρεμμάτων το 21%.
Oπως έχει φανεί τα τελευταία χρόνια με πλείστες όσες περιπτώσεις, το κτηματολόγιο φέρνει αργά ή γρήγορα στο φως τη δυσάρεστη πραγματικότητα για ένα σημαντικό κομμάτι της δημόσιας περιουσίας.
Καθώς οι δημόσιες υπηρεσίες σπεύδουν να δηλώσουν ακίνητα που δεν αναζήτησε κανείς επί δεκαετίες, το «σύστημα» ανακαλύπτει τους… νέους ιδιοκτήτες, πολλοί από τους οποίους κατέχουν τη γη με μακρά διαδοχή συμβολαίων. Πρόσφατη έρευνα του ΕΜΠ υποδεικνύει ότι στα αρχεία των κτηματικών υπηρεσιών βρίσκονται τουλάχιστον 28.000 «κατεχόμενα» ακίνητα, κι αυτά για μία μόνο κατηγορία της δημόσιας περιουσίας.
Η έρευνα βασίζεται σε στοιχεία της τέως Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου-ΚΕΔ (νυν Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου – ΕΤΑΔ) και αφορά τη λεγόμενη «ιδιωτική περιουσία» του Δημοσίου που είναι καταγεγραμμένη από το υπουργείο Οικονομικών (προήλθε εκ διαδοχής με το οθωμανικό κράτος). Περιλαμβάνει εθνικές γαίες, αδέσποτα και εγκαταλελειμμένα ακίνητα, σχολάζουσες κληρονομιές και ακίνητα που προήλθαν από δωρεές προς το Δημόσιο και αναγκαστικές απαλλοτριώσεις.
Τα καταπατημένα ακίνητα δεν είναι όλα εντοπίσιμα.
Τα περισσότερα καταπατημένα δημόσια ακίνητα με πλήρη στοιχεία βρίσκονται στην Κορινθία (31.212 στρέμματα) και ακολουθούν η Εύβοια (23.443 στρέμματα), η Αττική (23.399 στρέμματα) και η Ηλεία (22.633 στρέμματα). Σημαντικός είναι και ο αριθμός των κατεχόμενων δημοσίων ακινήτων στην Αργολίδα, στη Μαγνησία, στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη.
Στην κατηγορία όσων ακινήτων δεν συνοδεύονται από χάρτες, τα περισσότερα βρίσκονται στα Δωδεκάνησα (30.189 στρέμματα), στην Κοζάνη (16.660 στρέμματα) και στις Σέρρες (14.538 στρέμματα). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ακίνητα με έκταση μεγαλύτερη των 2.000 στρεμμάτων αντιπροσωπεύουν το 46% του συνόλου των κατεχομένων δημόσιων κτημάτων, ενώ τα καταπατημένα ακίνητα άνω των 5.000 στρεμμάτων το 21%.
Oπως έχει φανεί τα τελευταία χρόνια με πλείστες όσες περιπτώσεις, το κτηματολόγιο φέρνει αργά ή γρήγορα στο φως τη δυσάρεστη πραγματικότητα για ένα σημαντικό κομμάτι της δημόσιας περιουσίας.
Κατά τον κ. Ζεντέλη, η προσπάθεια διεκδίκησης της περιουσίας αυτής είναι σε πολλές περιπτώσεις χαμένος κόπος. «Οι δικαστικοί αγώνες, που προκαλούνται από τις κτηματικές υπηρεσίες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, συνήθως καταλήγουν υπέρ των καταπατητών. Η αιτία είναι ότι οι νέοι ιδιοκτήτες κατέχουν τίτλους που ανάγονται ακόμα και στις αρχές του 20ού αιώνα, ή τα τέλη του 19ου.
Το Δημόσιο, από την πλευρά του, προβάλλει συνήθως δικαιώματα κυριότητας είτε ως διάδοχος του οθωμανικού κράτους, ή χρησιμοποιώντας παλιά διαγράμματα του στρατού, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Επιπλέον, αν δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία, η αναγραφή μιας έκτασης σε ένα βιβλίο μιας κτηματικής υπηρεσίας δεν θεωρείται από μόνη της αποδεικτικό».