Προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας, επί της ουσίας, την ακύρωση του διορισμού της νέας ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, κατέθεσε ο σύμβουλος Επικρατείας και ανώτατος Δικαστής, Νίκος Μακρής, ο οποίος είχε επιλεγεί για τη θέση του Αντιπροέδρου του ΣτΕ επί ΣΥΡΙΖΑ αλλά μετά τις εκλογές ουδέποτε τοποθετήθηκε στη συγκεκριμένη θέση...
Η προσφυγή, την οποία εκτός από τον Ν. Μακρή υπογράφουν και οι δικηγόροι Μ. Φωτάκης και Δ. Ιωαννίδης, εφόσον γίνει δεκτή από το Συμβούλιο της Επικρατείας, θα δημιουργήσει μείζον νομικό ζήτημα για όλα τα πρόσωπα που τοποθετήθηκαν στην ηγεσία του Αρείου Πάγου, δηλαδή στη κορυφή της πυραμίδας της Δικαιοσύνης αμέσως μετά της εκλογές, με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου της κυβέρνησης της ΝΔ.
Όπως αναφέρεται στο δικόγραφο, «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρανόμως παρέλειψε την έκδοση των διαταγμάτων προαγωγής, αναφορικά με τις θέσεις δικαστικών λειτουργών στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η υποχρέωσή του να εκδώσει αμελλητί τα διατάγματα προαγωγής στις θέσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επανενεργοποιήθηκε μετά την επιβεβαίωση και επανυποβολή τους με τις υπ’ αριθμ. 18, 19 και 20 /21-6-2019 πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Η παράλειψη, λοιπόν, της αμελλητί εκδόσεως των προεδρικών διαταγμάτων, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.
-Ωστόσο, η επίμαχη παράλειψη του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι διαρκής, υπό την έννοια ότι αδιαλείπτως έως σήμερα παραλείπεται η έκδοση του προεδρικού διατάγματος αναφορικά με την προαγωγή των αντιπροέδρων του ΣτΕ, και άρα διαρκώς παραλείπεται α) η συμμόρφωση στη συνταγματική υποχρέωση εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος και β) η άρση της ήδη συντελεσθείσας παρανομίας, λόγω της παραλείψεως εκδόσεως του κρίσιμου προεδρικού διατάγματος. Πρόκειται για διαρκή παράλειψη οφειλόμενη νόμιμης ενέργειας της Διοίκησης, με αναλογική εφαρμογή της ΣτΕ 1214/2002, για τη διαρκή παρανομία των οργάνων του Δημοσίου (κατά την οποία η διαρκής εξακολούθηση της παρανομίας της Διοίκησης, στηριζόμενη στην άπαξ τελεσθείσα παρανομία μέσω διοικητικής πράξης – ή παράλειψης- , εκκινεί νέα αυτοτελή παραγραφή για κάθε έτος στο οποίο ανάγεται η ζημία).
-Κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, το χρονικό σημείο στοιχειοθετήσεως της το πρώτον συντελεσθείσας παραλείψεως του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι νομικά κρίσιμο για την εξέταση του εμπροθέσμου της παρούσας, καθώς η διαρκής παρανομία του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία είναι εξακολουθητική και αναγεννά την υποχρέωση του προς πράξη συνεχώς, καθιστά την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εμπροθέσμως ασκηθείσα.
– Άλλως και επικουρικώς, η έκδοση του επίμαχου προεδρικού διατάγματος έπρεπε να διενεργηθεί το αργότερο την 1η Ιουλίου 2019, ήτοι την ημερομηνία κατά την οποία κενώνονταν οι θέσεις των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Από την ημερομηνία τούτη, λοιπόν, συντελείται το πρώτον παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η οποία, όμως σε αντιστοιχία προς τα ανωτέρω, είναι διαρκής. Συνεπώς, και υπό αυτή την εκδοχή, η παρούσα αίτηση ακυρώσεως τοποθετείται στη σφαίρα του εμπροθέσμου.
Νομικοί λόγοι
Σύμφωνα με τους νομικούς ισχυρισμούς η παράλειψη εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος προαγωγής των τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι παράνομη, κατά τους αιτούντες, για τους ακόλουθους λόγους:
Η προσφυγή, την οποία εκτός από τον Ν. Μακρή υπογράφουν και οι δικηγόροι Μ. Φωτάκης και Δ. Ιωαννίδης, εφόσον γίνει δεκτή από το Συμβούλιο της Επικρατείας, θα δημιουργήσει μείζον νομικό ζήτημα για όλα τα πρόσωπα που τοποθετήθηκαν στην ηγεσία του Αρείου Πάγου, δηλαδή στη κορυφή της πυραμίδας της Δικαιοσύνης αμέσως μετά της εκλογές, με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου της κυβέρνησης της ΝΔ.
Όπως αναφέρεται στο δικόγραφο, «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρανόμως παρέλειψε την έκδοση των διαταγμάτων προαγωγής, αναφορικά με τις θέσεις δικαστικών λειτουργών στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η υποχρέωσή του να εκδώσει αμελλητί τα διατάγματα προαγωγής στις θέσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επανενεργοποιήθηκε μετά την επιβεβαίωση και επανυποβολή τους με τις υπ’ αριθμ. 18, 19 και 20 /21-6-2019 πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Η παράλειψη, λοιπόν, της αμελλητί εκδόσεως των προεδρικών διαταγμάτων, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.
-Ωστόσο, η επίμαχη παράλειψη του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι διαρκής, υπό την έννοια ότι αδιαλείπτως έως σήμερα παραλείπεται η έκδοση του προεδρικού διατάγματος αναφορικά με την προαγωγή των αντιπροέδρων του ΣτΕ, και άρα διαρκώς παραλείπεται α) η συμμόρφωση στη συνταγματική υποχρέωση εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος και β) η άρση της ήδη συντελεσθείσας παρανομίας, λόγω της παραλείψεως εκδόσεως του κρίσιμου προεδρικού διατάγματος. Πρόκειται για διαρκή παράλειψη οφειλόμενη νόμιμης ενέργειας της Διοίκησης, με αναλογική εφαρμογή της ΣτΕ 1214/2002, για τη διαρκή παρανομία των οργάνων του Δημοσίου (κατά την οποία η διαρκής εξακολούθηση της παρανομίας της Διοίκησης, στηριζόμενη στην άπαξ τελεσθείσα παρανομία μέσω διοικητικής πράξης – ή παράλειψης- , εκκινεί νέα αυτοτελή παραγραφή για κάθε έτος στο οποίο ανάγεται η ζημία).
-Κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, το χρονικό σημείο στοιχειοθετήσεως της το πρώτον συντελεσθείσας παραλείψεως του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι νομικά κρίσιμο για την εξέταση του εμπροθέσμου της παρούσας, καθώς η διαρκής παρανομία του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία είναι εξακολουθητική και αναγεννά την υποχρέωση του προς πράξη συνεχώς, καθιστά την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εμπροθέσμως ασκηθείσα.
– Άλλως και επικουρικώς, η έκδοση του επίμαχου προεδρικού διατάγματος έπρεπε να διενεργηθεί το αργότερο την 1η Ιουλίου 2019, ήτοι την ημερομηνία κατά την οποία κενώνονταν οι θέσεις των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Από την ημερομηνία τούτη, λοιπόν, συντελείται το πρώτον παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η οποία, όμως σε αντιστοιχία προς τα ανωτέρω, είναι διαρκής. Συνεπώς, και υπό αυτή την εκδοχή, η παρούσα αίτηση ακυρώσεως τοποθετείται στη σφαίρα του εμπροθέσμου.
Νομικοί λόγοι
Σύμφωνα με τους νομικούς ισχυρισμούς η παράλειψη εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος προαγωγής των τριών Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι παράνομη, κατά τους αιτούντες, για τους ακόλουθους λόγους:
Παραβιάζει ευθέωςτο άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, κατά το οποίο, εν προκειμένω, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε δέσμια αρμοδιότητα να εκδώσει το επίμαχο προεδρικό διάταγμα.
Παραβιάζει την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, ερμηνευομένη σε συνδυασμό με τα άρθρα 26 παρ. 2, 35 παρ. 1, 50, 30 παρ. 1, 82 παρ. 1 και 85 Συντ., τα οποία ορίζουν τον θεσμικό ρόλο και τις (συγκεκριμένες) αρμοδιότητες που διαθέτει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενόψει των οποίων δεν επιτρεπόταν σε αυτόν να απόσχει από την έκδοση του επίμαχου προεδρικού διατάγματος.
Παραβιάζει την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, σε συνδυασμό με τις συνταγματικές, αλλά και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (άρθρα 26 παρ. 3, 87 παρ. 1 και 2, 88, 20 παρ. 1 Συντ. και 2, 19 ΣΕΕ, 47 ΧΘΔΕΕ και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ), οι οποίες κατοχυρώνουν το κύρος και την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και από τις οποίες απορρέουν η αρχή της συνέχειας των κρατικών λειτουργιών, ειδικότερα δε η συνταγματική επιταγή για ομαλή λειτουργία των ανωτάτων δικαστηρίων.
Τυχόν αποδοχή της δυνατότητας αρνησικυρίας του Προέδρου της Δημοκρατίας ως προς τα προεδρικά διατάγματα προαγωγής των επιλεγέντων δικαστικών λειτουργών αναιρεί τον ρυθμιστικό, σταθεροποιητικό και εγγυητικό ρόλο του, ενώ παράλληλα καθιστά τη δικαστική εξουσία δέσμια των πολιτικών επιλογών τόσο της απελθούσας, όσο και της επερχόμενης πολιτικής ηγεσίας.
Τυχόν αποδοχή της δυνατότητας αρνησικυρίας του Προέδρου της Δημοκρατίας ως προς τα προεδρικά διατάγματα προαγωγής των επιλεγέντων δικαστικών λειτουργών αναιρεί τον ρυθμιστικό, σταθεροποιητικό και εγγυητικό ρόλο του, ενώ παράλληλα καθιστά τη δικαστική εξουσία δέσμια των πολιτικών επιλογών τόσο της απελθούσας, όσο και της επερχόμενης πολιτικής ηγεσίας.
Πληροφορίες και από dikastiko.gr