Εξαιρετικά θετική είναι η άποψη του πληθυσμού για τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος καθώς σχεδόν 1 στους 2 (45,6%)πιστεύει πως είναι λιγότερο βλαβερά για την υγεία σε σχέση με το κάπνισμα, με τα υψηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στις ηλικίες 21-34 ετών (60,9%) και στα άτομα ανώτερης/ανώτατης μόρφωσης (51,2%). Επιπλέον σχεδόν 4 στους 10(37,4%) έχει ήδη προτείνει σε κάποιον καπνιστή να σταματήσει το κάπνισμα τσιγάρων και να δοκιμάσει μια εναλλακτική λύση. Ένα ποσοστό που επίσης ανεβαίνει σημαντικά στις ηλικίες 21-34 ετών (52,8%). Κάτι που σημαίνει ότι οι νέοι φαίνονται να έχουν αντιληφθεί ήδη την ευκαιρία που αντιπροσωπεύουν αυτά τα καινοτόμα προϊόντα για τη μείωση της βλάβης από το κάπνισμα. Ενώ ιδιαίτερο βάρος έχει το γεγονός ότι τόσο η συντριπτική πλειοψηφία των καπνιστών (88,2%) όσο και του συνόλου των ερωτηθέντων (88,5%) πιστεύει πως θα πρέπει να έχουν αξιόπιστη ενημέρωση και πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με εναλλακτικές λύσεις καπνίσματος.
Μια άποψημε την οποία συμφωνεί και το 100% των χρηστών εναλλακτικών προϊόντων καπνίσματος, ένα καθολικό δηλαδή ποσοστό αποδοχής που έχει τη δική του προστιθέμενη αξία.
Με οδηγό την επιστήμη και την τεχνολογία
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η έμφαση που φαίνεται να δίνει το κοινό στην επιστήμη και την καινοτομία που εμπεριέχεται στα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος.
Συγκεκριμένα 9 στους 10 (91,1%) του συνολικού ερωτηθέντος πληθυσμού δηλώνουν πως για την επιλογή του σωστού εναλλακτικού προϊόντος καπνίσματος θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η επιστήμη και η τεχνολογία που βρίσκεται σε αυτό.
Αξιοσημείωτο είναι ότι την ίδια άποψη μοιράζεται και το 92,7% των μη καπνιστών που, παρότι δεν έχει σχέση με τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος, φαίνεται επίσης να κατανοεί τη δυνητική αξία τους για τη μείωση της βλάβης του καπνίσματος.
Το γεγονός αυτό προκαλεί συγκρατημένη αισιοδοξία για την προοπτική να καταφέρουν αυτά τα προϊόντα να παίξουν κρίσιμο ρόλο στον αγώνα για τη μείωση και διακοπή του καπνίσματος, σε συνδυασμό με το ότι 6 στους 10 ερωτηθέντες (60,5%) δήλωσαν πως εάν κάποιος κοντά τους χρησιμοποιεί μια εναλλακτική λύση χωρίς καπνό, δεν τους ενοχλεί σε σύγκριση με κάποιον που καπνίζει τσιγάρα.
Με την άποψη αυτή, μάλιστα, συμφωνούν το 63,8% των μη καπνιστών και το 65,6% των πρώην καπνιστών.
Άξιο αναφοράς είναι ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 440.000 χρήστες ενναλακτικών προϊόντων στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και άνω των 300.000 που έχουν επιλέξει το προϊόν θέρμανσης καπνού της Παπαστράτος, το οποίο πρόσφατα αδειοδοτήθηκε από τον Αμερικάνικο Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων ως το πρώτο και μοναδικό “προϊόν καπνού διαφοροποιημένου κινδύνου σε σχέση με το τσιγάρο και κατά συνέπεια καλύτερο για τη δημόσια υγεία”.
Το έλλειμμα ενημέρωσης που αποτελεί εμπόδιο
Στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας, ωστόσο, έγινε εμφανές και ένα τεράστιο έλλειμμα ενημέρωσης του κοινού για τα οφέλη και τους τρόπους διακοπής του καπνίσματος καθώς και για την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις εναλλακτικές, επιστημονικά τεκμηριωμένες, λύσεις.
Συγκεκριμένα πάνω από τους μισούς καπνιστές (51,1%) δήλωσαν πως δεν έχουν επαρκή ενημέρωση για τα οφέλη και τους τρόπους διακοπής του καπνίσματος. Με την κατάσταση να είναι ακόμη δυσμενέστερη όσον αφορά τους νέους ηλικίας 21-34 καθώς το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 61,7%. Ενώ εξίσου εντύπωση προκαλεί ότι, παρά το γεγονός ότι 84,3% των καπνιστών ανησυχεί πως το κάπνισμα έχει σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία τους, το 18,4% αυτών δεν μπορεί καν να αναγνωρίσει ποιες είναι οι ουσίες στο τσιγάρο που τους βλάπτουν.
Η έλλειψη ενημέρωσης κυριαρχεί, το ίδιο έντονα, και στο πεδίο των εναλλακτικών προϊόντων. Συγκεκριμένα πάνω από 8 στους 10 καπνιστές (82,9%) αναφέρουν πως δεν έχουν επαρκή ενημέρωση για τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος και πάνω από 1 στους 2 καπνιστές (51,6%) δηλώνουν πως δεν γνωρίζουν τις διαφορές μεταξύ των συμβατικών τσιγάρων και των εναλλακτικών προϊόντων καπνού.
Επιπλέον σχεδόν 6 στους 10 ενήλικες πολίτες (59,6%) δηλώνουν πως θα επέλεγαν πιο εύκολα ή θα πρότειναν σε καπνιστές εναλλακτικά προϊόντα εάν είχαν πιο σαφή ενημέρωση για τα επιστημονικά δεδομένα που τα διαφοροποιούν από το κάπνισμα (ένα ποσοστό που εκτοξεύεται στο 70,2% στις ηλικίες 21-34 ετών).
Ένα έλλειμμα το οποίο ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας Marc, Θωμάς Γεράκης, επισημαίνει ως το πιο ανησυχητικό εύρημα της έρευνας, σχολιάζοντας:
«Εδώ αρχίζει και ξετυλίγεται το μεγαλύτερο πρόβλημα που αναδεικνύει αυτή η έρευνα. Το οποίο, αν του έβαζα ένα τίτλο, θα ήταν έλλειψη ενημέρωσης. Μια έλλειψη πληροφόρησης που θεωρώ ότι είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι καταγράφεται στην έρευνα γιατί είναι πολύ δύσκολο να παραδεχθεί εύκολα κάποιος ότι δεν γνωρίζει κάτι. Θεωρώ ότι το ποσοστό της γνώσης είναι ακόμη χαμηλότερο».
Αύξηση καπνίσματος λόγω lockdown
Με βάσει τα παραπάνω δεν είναι τυχαίο ότι η πανδημία φαίνεται να μας πήγε ένα βήμα πίσω, ως κοινωνία, στο ζήτημα του καπνίσματος καθώς ένα ποσοστό 27,2% των ερωτηθέντων καπνιστών δήλωσαν πως καπνίζουν περισσότερο εν μέσω πανδημίας. Ενώ ένα 7,1% ξεκίνησαν ξανά το κάπνισμα ενώ το είχαν διακόψει.
Μια αύξηση της συχνότητας του καπνίσματος που συνδέεται εμφανώς με κατηγορίες που βιώνουν μεγαλύτερο άγχος, όπως οι γυναίκες, οι νέοι ηλικιακά, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι άνεργοι και όσοι μένουν στα αστικά κέντρα.
Αν και οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η γενική εικόνα δεν είναι ότι βρισκόμαστε σε μια χώρα που αυξάνεται το κάπνισμα, αλλά σε μια χώρα που οι καπνιστές είναι μειοψηφία, όπου έχουμε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό πρώην καπνιστών και όπου η τάση είναι να μειώνονται οι καπνιστές.
Ένας στόχος, το τέλος του τσιγάρου, στον οποίο συμβάλει και η πρωτοβουλία για 1.000.000 λιγότερους καπνιστές έως το τέλος του 2021 που είχε εξαγγείλει πριν από ένα χρόνο η Παπαστράτος και η οποία παραμένει, παρά τις δυσκολίες λόγω πανδημίας, στον πυρήνα της στρατηγικής της.
Η επίπτωση του καπνίσματος στις διαπροσωπικές σχέσεις
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο που αναδεικνύει έντονα η έρευνα είναι ότι, το να είσαι καπνιστής στην εποχή μας, είναι ξεπερασμένο, μη ελκυστικό και επιβλαβές για τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Συγκεκριμένα 70,7% των ερωτηθέντων μη καπνιστών θεωρεί πως το κάπνισμα αποτελεί μια ξεπερασμένη συνήθεια ενώ 1 στους 2 (50,5%) συμφωνεί ότι τα άτομα που καπνίζουν είναι λιγότερο ελκυστικά και επιθυμητά από αυτούς που δεν καπνίζουν.
Επιπλέον το 51,7% των καπνιστών με σύντροφο μη καπνιστή δηλώνουν πως η καπνιστική τους συνήθεια ενοχλεί τον/την σύντροφό τους (με το ποσοστό να ανεβαίνει στο 68,8% στα νεότερα ζευγάρια έως 34 ετών) και το 49% αναφέρει πως το κάπνισμα αποτελεί ξεκάθαρα αιτία διαφωνιών και καβγάδων μεταξύ του ζευγαριού.
Το ίδιο που συμβαίνει, σε ποσοστό 18,5%, ακόμη και όταν καπνίζουν και οι δυο. Αντίστοιχα το 38,8% δηλώνει πως το κάπνισμα προκαλεί συχνά εντάσεις και τσακωμούς και γενικότερα με αγαπημένα πρόσωπα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος.
Η αυξανόμενη κοινωνική πίεση στους καπνιστές για να σταματήσουν το κάπνισμα ή να στραφούν σε καλύτερες, επιστημονικά τεκμηριωμένες εναλλακτικές, επεκτείνεται και στο ευρύτερο φιλικό και κοινωνικό τους περιβάλλον.
Ξεκινώντας από το πόσο «καλοδεχούμενοι» αισθάνονται στα σπίτια άλλων (μία στις δύο οικογένειες δεν επιτρέπουν το κάπνισμα πουθενά στο σπίτι τους) ή πώς αισθάνονται οι μη καπνιστές όταν επισκέπτονται τα σπίτια τους (το 61% των μη καπνιστών αναφέρει πως ενοχλείται γιατί δεν αισθάνεται άνετα σε χώρο με καπνό).
Αυτό που μπορεί, τέλος, να διακρίνει κάποιος είναι τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού στίγματος απέναντι στους καπνιστές, που οδηγεί 1 στους 3 (34%) να δηλώνουν πως αισθάνονται συχνά άβολα σε παρέες που δεν καπνίζουν, ένα 30,6% να διατυπώνει την πεποίθηση ότι γίνονται διακρίσεις εις βάρος τους και ένα 13,6% να κρύβει ότι καπνίζει από αγαπημένα πρόσωπα ή φίλους.