Αρχικά, ο ίδιος προχωρά σε μια σύντομη αναφορά σε προεκλογικές δεσμεύσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπου ο ίδιος υποσχόταν «μια κυβέρνηση αρίστων». Πράγματι, όπως σημειώνει ο αρθρογράφος, πολλοί ξένοι έχουν πειστεί.
«Όμως στην Ελλάδα, μια πιο σκοτεινή πραγματικότητα φουντώνει. Η διαφθορά και οι συγκρούσεις συμφερόντων που δεσμεύτηκε να πατάξει ο κ. Μητσοτάκης, όχι μόνο εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά, από πολλές απόψεις, φαίνεται πως έχουν ενταθεί. Το ελληνικό κράτος όχι απλά δεν έχει αναδιαμορφωθεί, αλλά έχει λάβει μόνο έναν επιφανειακό καλλωπισμό, ένα διοικητικό στόλισμα βιτρίνας», γράφει ο Alexander Clapp, πριν κάνει λόγο για το «Ελληνικό Watergate», το οποίο, όπως αναφέρει, «έχει αποκαλύψει το επίπεδο παρακολουθήσεων κάτω από την αστραφτερή επιφάνεια».
Συνεχίζοντας, ο Clapp παραθέτει τα στοιχεία γύρω από τις υποθέσεις των παρακολουθήσεων του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη και του Νίκου Ανδρουλάκη, σχολιάζοντας σχετικά: «Για δεκαετίες τώρα, οι υποκλοπές τηλεφώνων είναι χαρακτηριστικό του ελληνικού κράτους. Όμως, επί κ. Μητσοτάκη, η εθνική παρακολούθηση έχει επεκταθεί σε μια, εν πολλοίς, ανεξέλεγκτη γραφειοκρατία», αναφέρει, ενώ επισημαίνει πως μια από τις πρώτες ενέργειες του Κ. Μητσοτάκη ήταν να θέσει την ΕΥΠ υπό τον έλεγχό του, και να τοποθετήσει τον Π. Κοντολέωντα ως διοικητή, τροποποιώντας το νόμο καθώς ο ίδιος δεν διέθετε τα απαιτούμενα προσόντα.
Ο αρθρογράφος στη συνέχεια του κειμένου εκφράζει ορισμένα ερωτήματα:
Θα μπορούσαν οι ελληνικές υπηρεσίες πληροφοριών, που ήδη διεξάγουν τεράστια εκστρατεία παρακολούθησης, να έχουν αναθέσει ακόμη πιο παρεμβατικές υποκλοπές σε μια σκιώδη ιδιωτική εταιρεία; Θα μπορούσε η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη να βρίσκεται πίσω από το χακάρισμα;».
Ο ίδιος επιχειρεί επίσης να απαντήσει: «Δεν ξέρουμε, αλλά μια ένδειξη έρχεται από το γραφείο του πρωθυπουργού», γράφοντας για τον διορισμό του Γρηγόρη Δημητριάδη -πρώην διευθυντή της προεκλογικής του εκστρατείας και ανιψιό του Κυριάκου Μητσοτάκη και τις αποκαλύψεις «από Έλληνες δημοσιογράφους σχετικά με τον ίδιο, με κυριότερο ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του είχε οικονομικές συναλλαγές με κύκλο επιχειρηματιών που είχε συναλλαγές και με τον ιδιοκτήτη της Intellexa».
Ο αρθογράφος σημειώνει πως «παραμένει αναπόδεικτο κατά πόσο γνώριζε ο κ. Μητσοτάκης για την ανάπτυξη του Predator στην Ελλάδα», ενώ κάνει ειδική μνεία στην αναφορά του πρωθυπουργού περί «σκοτεινών δυνάμεων». Σύμφωνα με τον ίδιο, «παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα αν η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη αγόρασε δεδομένα που συγκεντρώθηκαν μέσω τέτοιας παρακολούθησης».
Κλείνοντας, ο Alexander Clapp, υποστηρίζει πως «το πρόβλημα εν προκειμένω δεν είναι ότι η διαφθορά υπό τον κ. Μητσοτάκη είναι αναγκαστικά πιο ενδημική από ό,τι σε προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, ή σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Ωστόσο, σύμφωνα με το δημοσίευμα «είναι μάλλον η μη βιώσιμη αντίφαση μεταξύ της χώρας που ο κ. Μητσοτάκης επιμένει να παρουσιάζει -ένα αδιαμφισβήτητο δημοκρατικό κράτος του οποίου ο σεβασμός στο κράτος δικαίου θα πρέπει να ανταμείβεται με εταιρικές επενδύσεις και τουριστικά δολάρια- και εκείνης που πραγματικά προεδρεύει».
Μάλιστα, με αφορμή την πρόσφατη ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, ο ίδιος καταλήγει:
«Τον Μάιο, καθώς οι βίδες του κατασκοπευτικού σκανδάλου είχαν αρχίσει να γυρίζουν, ο κ. Μητσοτάκης βρέθηκε στην Ουάσιγκτον για να εκφωνήσει μια ομιλία στο Κογκρέσο σχετικά με τη σημασία της διατήρησης των δημοκρατικών αξιών και της καταπολέμησης της αυταρχικής υπερβολής. Για 40 λεπτά τόνισε την αναγκαιότητα της κοινωνικής εμπιστοσύνης και των ισχυρών θεσμών. “Οι αρχαίοι Έλληνες”, είπε ανάμεσα σε χειροκροτήματα, “θεωρούσαν την αλαζονεία, τον εξτρεμισμό και την υπερβολή τις χειρότερες απειλές για τη δημοκρατία”. Το ερώτημα για τον κ. Μητσοτάκη είναι: Γιατί δεν νιώθει το ίδιο;».