Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι...
Οι δίκες των βασανιστών της Χούντας έλαβαν χώρα από το καλοκαίρι ως και τον χειμώνα του 1975, έναν χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας δηλαδή, σε Αθήνα, Πάτρα και Χαλκίδα, όταν είδε έκπληκτο αλλά και έντρομο το πανελλήνιο τους διαβόητους ασφαλίτες Ευάγγελο Μάλλιο και Πέτρο Μπάμπαλη να αθωώνονται.
Ο Πέτρος Μπάμπαλης, γεννημένος το 1939, ήταν Αστυνόμος Α’ της Αστυνομίας Πόλεων και ταγμένος εθνικιστής. Στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, στην οδό Μπουμπουλίνας, τον ήξεραν όλοι ως «Αιγυπτιακή Βιβλιοθήκη», καθώς είχε φακελωμένους τους πάντες και γνώριζε πολλά και διάφορα.
Ο ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας Πόλεων ήταν φυσικά στον συνωμοτικό κύκλο των πραξικοπηματιών και σύντομα θα γινόταν ένα από τα πρωτοπαλίκαρα των συνταγματαρχών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε στις ανακρίσεις, τα βασανιστήρια και το φακέλωμα των αντιφρονούντων.
Με τον φίλο και ομοϊδεάτη του Ευάγγελο Μάλλιο, επίσης Αστυνόμο Α’ της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, θα μετέτρεπαν το κτίριο της οδού Μπουμπουλίνας σε άλλο ένα κολαστήριο της Χούντας, έναν τόπο μαρτυρίου για τους εχθρούς του προδοτικού καθεστώτος.
Τα όσα έκανε ο ανηλεής Μπάμπαλης στην οδό Μπουμπουλίνας, στον αριθμό 20, πίσω ακριβώς από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αποτελούν ένα αιματοβαμμένο κεφάλαιο της σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας. Εκεί ήταν η έδρα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αθηνών και ένα από τα πιο γνωστά κέντρα βασανιστηρίων κατά την περίοδο της δικτατορίας.
Στην περιβόητη «ταράτσα της Μπουμπουλίνας» οδηγούνταν οι συλληφθέντες από τη χουντική Ασφάλεια, όπου και βασανίζονταν με απάνθρωπες μεθόδους. Η γειτονιά ανατρίχιαζε στην καταραμένη Επταετία από τους θρήνους και τις κραυγές των αντιστασιακών που κρατούνταν στην Μπουμπουλίνας, το έκνομο άντρο του Μπάμπαλη, του Μάλλιου, του Λάμπρου και τόσων ακόμα. Σε αυτή τη ματωμένη ταράτσα πέθαινε κάθε μέρα η Ελλάδα με εκατοντάδες αγωνιστές της δημοκρατίας να υπομένουν φριχτά βασανιστήρια.
Στην περιβόητη «ταράτσα της Μπουμπουλίνας» οδηγούνταν οι συλληφθέντες από τη χουντική Ασφάλεια, όπου και βασανίζονταν με απάνθρωπες μεθόδους. Η γειτονιά ανατρίχιαζε στην καταραμένη Επταετία από τους θρήνους και τις κραυγές των αντιστασιακών που κρατούνταν στην Μπουμπουλίνας, το έκνομο άντρο του Μπάμπαλη, του Μάλλιου, του Λάμπρου και τόσων ακόμα. Σε αυτή τη ματωμένη ταράτσα πέθαινε κάθε μέρα η Ελλάδα με εκατοντάδες αγωνιστές της δημοκρατίας να υπομένουν φριχτά βασανιστήρια.
«Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα / μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ / πίσω απ' τον τοίχο πάλι θα 'μαστε παρέα / τακ-τακ εσύ, τακ-τακ εγώ», τραγουδούσε εξάλλου ο Μίκης Θεοδωράκης για τον φίλο και συγκρατούμενό του στον τέταρτο όροφο της Μπουμπουλίνας, Ανδρέα Λεντάκη.
Μετά την πτώση των πραξικοπηματιών, ο Μπάμπαλης κατηγορείται για βασανισμούς πολιτών, τίθεται σε διαθεσιμότητα, ανακρίνεται και περνά τελικά από δίκη…
Η προκλητική δίκη στη Χαλκίδα
Το ημερολόγιο έγραφε 11 Νοεμβρίου 1975 και ο τόπος είναι μια αίθουσα του Μεικτού Κακουργιοδικείου της Χαλκίδας, μια αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο. Εκεί θα έμπαιναν υποτίθεται οι τίτλους τέλους στη μαύρη σελίδα της Χούντας με την καταδίκη των βασανιστών της Ασφάλειας Αθηνών, δικαιώνοντας το κοινωνικό αίτημα για τιμωρία των δημίων.
Η δίκη της Χαλκίδας θα προκαλέσει για μια ακόμα φορά την οργή της κοινής γνώμης, όχι μόνο για την αθωωτική της ετυμηγορία (ή τις συμβολικές ποινές), αλλά και λόγω της εξωφρενικής συμπεριφοράς κατηγορουμένων και δικαστών. Μεταξύ άλλων, ακούγεται πως «οι αστυνομικοί Μάλλιος, Μπάμπαλης, Καραπαναγιώτης και Κραββαρίτης ήταν ικανότατοι και εκτελούσαν υποδειγματικά τα καθήκοντά τους»!
Μετά την πτώση των πραξικοπηματιών, ο Μπάμπαλης κατηγορείται για βασανισμούς πολιτών, τίθεται σε διαθεσιμότητα, ανακρίνεται και περνά τελικά από δίκη…
Η προκλητική δίκη στη Χαλκίδα
Το ημερολόγιο έγραφε 11 Νοεμβρίου 1975 και ο τόπος είναι μια αίθουσα του Μεικτού Κακουργιοδικείου της Χαλκίδας, μια αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο. Εκεί θα έμπαιναν υποτίθεται οι τίτλους τέλους στη μαύρη σελίδα της Χούντας με την καταδίκη των βασανιστών της Ασφάλειας Αθηνών, δικαιώνοντας το κοινωνικό αίτημα για τιμωρία των δημίων.
Η δίκη της Χαλκίδας θα προκαλέσει για μια ακόμα φορά την οργή της κοινής γνώμης, όχι μόνο για την αθωωτική της ετυμηγορία (ή τις συμβολικές ποινές), αλλά και λόγω της εξωφρενικής συμπεριφοράς κατηγορουμένων και δικαστών. Μεταξύ άλλων, ακούγεται πως «οι αστυνομικοί Μάλλιος, Μπάμπαλης, Καραπαναγιώτης και Κραββαρίτης ήταν ικανότατοι και εκτελούσαν υποδειγματικά τα καθήκοντά τους»!
Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις, οι προκλητικοί κατηγορούμενοι παίρνουν τον ρόλο του ανακριτή, υποβάλλοντας αυτοί ερωτήσεις στους μάρτυρες, την ίδια ώρα που διατείνονται πως οι κακώσεις που έφεραν τα θύματά τους ήταν αποτέλεσμα αυτοτραυματισμού.
Δύο ακριβώς χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η εφημερίδα «Τα Νέα» κυκλοφορεί στις 17 Νοεμβρίου 1975 με τίτλο «Προκλητικοί οι βασανιστές στη Χαλκίδα»: «Οι κατηγορούμενοι είναι προκλητικοί. Γελάνε την ώρα που τα θύματά τους καταθέτουν για τα απάνθρωπα βασανιστήρια που υπέστησαν στην Ασφάλεια. Συνεχίζουν τον πόλεμο λάσπης κατά των μαρτύρων κατηγορίας, υποστηρίζοντας για μερικούς απ' αυτούς ότι συνεργάστηκαν με την Ασφάλεια».
Παρά το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι κραυγάζουν φλογερές εθνικιστικές κορώνες, όπως αυτό το περιβόητο «τα μπουντρούμια ήμουν εγώ» του Μπάμπαλη, το δημοκρατικό πανελλήνιο θα πέσει για δεύτερη φορά από τα σύννεφα όταν ακούσει την απόφαση του κακουργιοδικείου στις 30 Νοεμβρίου 1975: τέσσερις αθωώνονται, άλλοι τέσσερις παύουν να διώκονται για μη εμπρόθεσμη έγκληση (μεταξύ αυτών και ο Μπάμπαλης) και οι άλλοι τρώνε 4-5 μήνες με τριετή αναστολή. Όσο για τον Μάλλιο, του ρίχνουν 10 μήνες με δικαίωμα εξαγοράς!
Μπάμπαλης και Μάλλιος θα έρχονταν και για μια δεύτερη φορά αντιμέτωποι με τον νόμο, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών αυτή τη φορά, απ’ όπου θα βγουν ξανά αθώοι. Η κοινωνική οργή για την ατιμωρησία των βασανιστών εκφράζεται με μια σειρά συνθημάτων, όπως «Οι φασίστες στο Γουδί», «Δίκες λαϊκές για τους βασανιστές», «Φόλα στο σκύλο της ΕΣΑ», «Ο λαός δεν ξεχνά, τους φασίστες τους κρεμά» κ.λπ.
Όταν δολοφονείται ο Μάλλιος στις 14 Δεκεμβρίου 1976 από τη «17 Νοέμβρη», δεν είναι λίγοι αυτοί που επικροτούν την κίνηση της τρομοκρατικής οργάνωσης, πιστεύοντας πως λειτουργούν ως εντολοδόχοι του λαού…
Δύο ακριβώς χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η εφημερίδα «Τα Νέα» κυκλοφορεί στις 17 Νοεμβρίου 1975 με τίτλο «Προκλητικοί οι βασανιστές στη Χαλκίδα»: «Οι κατηγορούμενοι είναι προκλητικοί. Γελάνε την ώρα που τα θύματά τους καταθέτουν για τα απάνθρωπα βασανιστήρια που υπέστησαν στην Ασφάλεια. Συνεχίζουν τον πόλεμο λάσπης κατά των μαρτύρων κατηγορίας, υποστηρίζοντας για μερικούς απ' αυτούς ότι συνεργάστηκαν με την Ασφάλεια».
Παρά το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι κραυγάζουν φλογερές εθνικιστικές κορώνες, όπως αυτό το περιβόητο «τα μπουντρούμια ήμουν εγώ» του Μπάμπαλη, το δημοκρατικό πανελλήνιο θα πέσει για δεύτερη φορά από τα σύννεφα όταν ακούσει την απόφαση του κακουργιοδικείου στις 30 Νοεμβρίου 1975: τέσσερις αθωώνονται, άλλοι τέσσερις παύουν να διώκονται για μη εμπρόθεσμη έγκληση (μεταξύ αυτών και ο Μπάμπαλης) και οι άλλοι τρώνε 4-5 μήνες με τριετή αναστολή. Όσο για τον Μάλλιο, του ρίχνουν 10 μήνες με δικαίωμα εξαγοράς!
Μπάμπαλης και Μάλλιος θα έρχονταν και για μια δεύτερη φορά αντιμέτωποι με τον νόμο, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών αυτή τη φορά, απ’ όπου θα βγουν ξανά αθώοι. Η κοινωνική οργή για την ατιμωρησία των βασανιστών εκφράζεται με μια σειρά συνθημάτων, όπως «Οι φασίστες στο Γουδί», «Δίκες λαϊκές για τους βασανιστές», «Φόλα στο σκύλο της ΕΣΑ», «Ο λαός δεν ξεχνά, τους φασίστες τους κρεμά» κ.λπ.
Όταν δολοφονείται ο Μάλλιος στις 14 Δεκεμβρίου 1976 από τη «17 Νοέμβρη», δεν είναι λίγοι αυτοί που επικροτούν την κίνηση της τρομοκρατικής οργάνωσης, πιστεύοντας πως λειτουργούν ως εντολοδόχοι του λαού…