Σάββατο 16 Απρίλη 1949. Ο κομμουνιστής δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη Τάκης Φίτσος οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα μαζί με άλλους τρεις άνδρες και τέσσερις γυναίκες.
Η τοπική εφημερίδα της Χαλκίδας “Εθνική Φωνή”, σ’ ένα ανατριχιαστικό ντοκουμέντο, που δημοσίευσε σε έκτακτο παράρτημα, στις 16 του Απρίλη 1949, καταγράφει τον τραγικό επίλογο της δίκης που στήθηκε τις προηγούμενες μέρες στο Εκτακτο Δικαστήριο της Χαλκίδας:
«ΕΙΣ τον χώρον του ενταύθα νεκροταφείου του Αγίου Ιωάννου εξετελέσθησαν οκτώ ΕΑΜοπροδόται…” Είναι ο Τ. Φίτσος, ο πλοίαρχος Γιάννης Χριστοφορίδης, ο Δ. Βουραζόπουλος, ο Γ. Χάνος και τέσσερις γυναίκες, η Αικατερίνη Μελεμενή, η Μαρία Λαφαζάνη, η Ευανθία Πάτσαλη. Μαζί τους και η Αλίκη Τσουκαλά, η 19χρονη αγωνίστρια, μέλος του ΚΚΕ, καταδικασμένη κι αυτή εις θάνατον διότι — κατά την απόφαση του στρατοδικείου – “αποβαίνει επιβλαβής διά την πατρίδα”.»
«Λίγα μόλις δευτερόλεπτα πριν από την εκτέλεση στο χώρο του Νεκροταφείου, ο Τάκης έβγαλε την καμπαρντίνα του, μ’ αυτήν είχε φύγει από τον Εύδηλο, πλησίασε έναν από τους παριστάμενους, που καθώς αποδείχτηκε ήταν ο νεκροθάφτης και την πρόσφερε λέγοντας: “Πάρ’ την αυτή σύντροφε… Εκεί, που πάω εγώ δε μου χρειάζεται…”», θυμάται και διηγείται ο δημοσιογράφος Γιώργος Πηλιχός, που κράτησε όλες τις λεπτομέρειες της φοβερής δίκης σαν ανταποκριτής αθηναϊκής εφημερίδας. «Αναψε έπειτα το τελευταίο τσιγάρο, μαζί με τους συντρόφους του, η ζητωκραυγή, κι έπειτα η ομοβροντία του εκτελεστικού αποσπάσματος, που έκοβε για πάντα τη ζωή μέσα στην πιο όμορφη ώρα της, την άνοιξη του 1949, που κάθε χάραμα ατέλειωτα τουφεκιζόταν ο κόσμος της Εθνικής Αντίστασης, που ‘χε παλέψει και πάλευε για τη λευτεριά και την εθνική ανεξαρτησία». (Ριζοσπάστης Κυριακή 3 Μάη 1998).
Ο Τάκης (Δημήτρης) Φίτσος ήταν εξέχουσα μορφή της ελληνικής δημοσιογραφίας και του λαϊκού μας κινήματος. Ηρωας και μάρτυρας του ΚΚΕ. Γεννήθηκε στην Υπάτη Φθιώτιδας. Συνδέεται με το εργατικό κίνημα. Δημοσιογραφεί. Ασχολείται με τα Γράμματα. Στέλνει διηγήματά του στον «Νουμά». Στην Αθήνα σπουδάζει Νομικά. Ανήκει στη φιλολογική «Συντροφιά» με Βάρναλη, Ανθία, Βέλτσο και άλλους προοδευτικούς διανοούμενους. Εντάσσεται στο ΚΚΕ. Αναδείχνεται (στα 1922-1923) αρχισυντάκτης στο περιοδικό «Νεολαία» της ΟΚΝΕ και μετά στον «Ριζοσπάστη». Γνωρίζει απίθανες διώξεις.
Ηταν από τους πρώτους που εξορίστηκαν στη Γαύδο. Η 4η Αυγούστου 1936 τον κλείνει στην Ακροναυπλία. Το 1941 οι «Ελληνες» δεσμοφύλακες παραδίνουν τους Ακροναυπλιώτες στους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές. Τον Γενάρη του 1943 οι καταχτητές αποφασίζουν να αδειάσουν το κάτεργο και στέλνουν 200 από αυτούς, ανάμεσά τους και ο Φίτσος, μετά από ταλαιπωρίες, στο ιταλικό στρατόπεδο στο Λαζαρέτο. Τον Σεπτέμβρη του 1943, μετά την συνθηκολόγηση των Ιταλών, ο Φίτσιος και οι άλλοι απελευθερώνονται. Ο Φίτσος περνάει στη Ρούμελη
Αναλαμβάνει Γραμματέας του ΕΑΜ στη Στερεά και με την ίδρυση της κυβέρνησης του βουνού, το ’44, τοποθετείται πρόεδρος της Διοίκησης. Μετά τη Βάρκιζα προσφέρει τις υπηρεσίες του στον «Ριζοσπάστη» στην Αθήνα. Το 1947 στέλνεται εξόριστος στην Ικαρία. Το 1948 μεταφέρεται στη Χαλκίδα. Καταδικάζεται από το Εκτακτο Στρατοδικείο στη Χαλκίδα σε θάνατο. Η δίκη κράτησε 20 μέρες. Μαζί με άλλους 3 αγωνιστές και 4 αγωνίστριες, εκτελείται στις 16 Απρίλη 1949.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΛΑΝΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ ΠΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΑΝ ΟΙ ΧΟΥΝΤΙΚΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ:
Τάκης Φίτσος - (1902 – 1949)
Πόσοι γνωρίζουν τον Τάκη Φίτσο; Από τις παλιότερες γενιές ασφαλώς αρκετοί. Από τους γεννημένους όμως, ύστερα από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο θα είναι ελάχιστοι αυτοί που γνωρίζουν το πέρασμα από τη δημοσιογραφία και τα γράμματα αυτού του μεγάλου, του ωραίου κομμουνιστή. Η ελληνική ιστορία προχωρεί με συχνές, πολύ συχνές διακοπές και έτσι δεν υπάρχει στη συνείδησή μας συνέχεια, η αδιάκοπη ροή, η παράδοση. Εζησε μόλις σαράντα εφτά χρόνια. Ο θάνατός δεν τον βρήκε στο κρεβάτι. Στη σύντομη ζωή του αν γνώρισε κάποτε την ανάπαψη, ήταν μόνο στα νησιά της εξορίας ή στα κελιά της φυλακής. Κι αυτή έρμη ανάπαψη. Πέθανε όρθιος, στητός, χτυπημένος από τις σφαίρες ντου εκτελεστικού αποσπάσματος στις 16 Απριλίου 1949 μαζί με την άλλη, τη νεαρή ηρωίδα Αλίκη Τσουκαλά κ.ά.
Παρουσιάζεται στα γράμματα από τις σελίδες του ιστορικού περιοδικού «Νουμάς» στα 1919, σε ηλικία μόλις δεκαεφτά χρονών. Στέλνει στο λαμπρό αυτό περιοδικό από τη Λαμία, όπου πριν ένα χρόνο είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, τα πρωτόλειά του και γίνονται δεχτά με επαίνους. Είναι τα πρώτα του δημοσιεύματα. Όταν γνωρίζει κανείς την πολιτική σταδιοδρομία και το τέλος του συγγραφέα τους, εντυπωσιάζεται με την αποκαλυπτικότητά του. Εκπλήσσεται ο αναγνώστης σήμερα με τη σταθερότητα στις ιδέες του και την ευθύγραμμη πορεία του την αγωνιστική, χωρίς ταλαντεύσεις ή παρεκκλίσεις, από την εφηβική του ηλικία ως το ηρωικό του τέλος. Τριάντα ολόκληρα χρόνια τα πέρασε σα λαϊκός αγωνιστής, κομμουνιστής παίρνοντας μέρος στους αγώνες του λαού μέσα από τις γραμμές του κομμουνιστικού κόμματος της Ελλάδας.
Ένα από τα πρώτα αυτά διηγήματα του Φίτσου τιτλοφορείται «Οι άνθρωποι» (Νουμάς, 14.11.1920). Είναι οι άνθρωποι αυτοί το καθυστερημένο πλήθος, το γεμάτο μεσαιωνικές προλήψεις. Είναι όμοιοι με του «Μοιραίους» του Βάρναλη που περιμένουν κάποιο θαύμα για να τους σώσει από το βάσανο της ζωής. Ο ήρωάς του, ένας ιδεολόγος που αγωνίζεται για την απελευθέρωση του λαού από την αμορφωσιά και την εκμετάλλευση. Αυτοί για τους οποίους θυσιάζεται δεν τον καταλαβαίνουν, στρέφονται μάλιστα εναντίον του για τις ιδέες του «που τις έλεγε λεύτερα προς το πλήθος». Η αστυνομία τον συλλαμβάνει και τον οδηγεί στην φυλακή. Κλεισμένος στο κελλί αρχίζει να κλονίζεται. Νιώθει μάταιο τον αγώνα του. Μα δεν αργεί να συνέλθει. «Ο άνθρωπος γεννιέται καλός κι έπειτα οι διάφοροι νόμοι τον κάνουνε τόσο άγριο. Εφερε τα μάτια του προς τα όξω. Στα ωχρά χείλια του άνθισε το γέλιο κάποιας καινούργιας ζωής. Κι ενώ η νύχτα απλωνότανε ακόμα όξω, ο επαναστάτης ιδεολόγος ξεψύχησε τόσο γαληνεμένα και τόσο όμορφα…».
Στο «Φραγκέλιο» (φύλλο 25 Μαρτίου 1927) ο εκδότης του ο Βέλμος του αφιερώνει ένα σημείωμα γεμάτο θαυμασμό. Είναι εικοσιπέντε χρονών ο Φίτσος. Εχει εργαστεί σαν συντάκτης και αρχισυντάκτης στον «Ριζοσπάστη», έχει πάρει μέρος στους φοιτητικούς αγώνες. Στα 1927 είναι φυλακισμένος «…φοιτητής από δεκαοχτώ χρονών το 1921, επαναστάτησε σ’ όλα, στο πανεπιστήμιο, στη σημερινή κοινωνική μιζέρια και πιο πολύ στο πλούσιο σπίτι του. Κι όλα αυτά δεν τάκανε για να δοξαστεί μα γιατί πόνεσε τον πόνο του αδικημένου ανθρώπου και γενικά των ανθρώπων, γι’ αυτό του αρέσει η αφάνεια. Ξέρουμε πως ο έξοχος αυτός πατριώτης του Διάκου θα πικραθεί διαβάζοντας τις αχρωμάτιστες αυτές γραμμές που του γράφουμε μα ότα στοχαστεί την αποστολή μας, ξέρουμε πάλι πως θα μας συγχωρέσει. Πονεμένε, κι αληθινά ευεργέτη της Νέας Ελλάδας, που την κάνεις περήφανη με τους αγώνες σου, συμπάθησέ μας που μιλάμε σήμερα για σένα».
Πόσο σωστά τον εκτίμησε τον Φίτσο ο Βέλμος. Και στα άλλα εικοσιδύο χρόνια της ζωής του, ο Φίτσος έμεινε ο ίδιος, σταθερός αγωνιστής, σεμνός, θαρραλέος, ένας πραγματικός κομμουνιστής. Στις φυλακές, στις εξορίες, στην Εθνική Αντίσταση στο βουνό, στη δεύτερη Αντίσταση στην Αθήνα. Πάντα με το δημοσιογραφικό μολύβι στο χέρι να εκφράζει τις διεκδικήσεις, τους πόθους του λαού και όλων τω λαών.
«Καρφωμένος σαν σύγχρονος Προμηθέας στο βράχο – γράφει ο Σ. Ζορμπαλάς στο βιβλίο για την ιστορία του «Ριζοσπάστη» «Σημαία του Λαού», 1966 — δεν σταμάτησε ούτε στιγμή τον αγώνα του για την αλήθεια, για το στέριωμα του κόμματός του. Στα 1927 – στην περίοδο της πάλης του κόμματος κατά των λικβινταριστών ο Φίτσος, απευθυνόμενος στους κομμουνιστές έγραφε μέσα από τις φυλακές Συγγρού που βρισκόταν κλεισμένος: «Ας αγαπήσουμε σύντροφοι το Κόμμα τούτο, ας αγωνιστούμε να το κάνουμε πιο δυνατό, ακόμα πιο ατσαλένιο». Και παρακάτω: «Μετά το 1945 δούλευε πάλι σαν συντάκτης στον αγαπημένο του «Ριζοσπάστη» και στα 1948 στην περίοδο της νέας αντίστασης κατά των ιμπεριαλιστών και των οργάνων του – πιάστηκε απ’ τις αστυνομικές αρχές, πέρασε απ’ το στρατοδικείο και στα 1949 εκτελέστηκε. «Αγωνίστηκα σ’ όλη μου μεν τη ζωή – είπε στο στρατοδικείο – για την υπόθεση του ΚΚΕ, για τον θρίαμβο του κομμουνισμού, για μια καλύτερη ζωή του λαού μας».
Ετσι τελείωσε τη ζωή του ο Φίτσος, όπως την άρχισε από έφηβος, σαν αγωνιστής κομμουνιστής για το δίκιο του λαού, για μια πατρίδα που να ανήκει στους Ελληνες και τις Ελληνίδες.