«Η δημοσιογραφία συνεχίζει να είναι ένα επισφαλές και επικίνδυνο επάγγελμα στην Ελλάδα».
Η έκθεση παραθέτει στοιχεία και καταγγελίες των δημοσιογράφων στην Ελλάδα για ζητήματα που αφορούν την ασφάλειά τους απέναντι σε απειλές και τις καταχρηστικές μηνύσεις και αγωγές κατά δημοσιογράφων, τονίζοντας απευθυνόμενη στην κυβέρνηση Μητσοτάκη πως δεν τηρεί και το νέο Μνημόνιο Προστασίας που εγκρίθηκε πρόσφατα από το Ευρωκοινοβούλιο για την προστασία των δημοσιογράφων.
Ιδιαίτερη αναφορά στην Έκθεση για τους δημοσιογράφους στην Ελλάδα γίνεται για:
Επιθέσεις, Λεκτικές προσβολές, Αυθαίρετη Κράτηση, Παρενόχληση, Εκφοβισμό, καταχρηστικές διώξεις, μηνύσεις και αγωγές SLAPPS, καταδικαστικές αποφάσεις για συκοφαντική δυσφήμιση, κ.α., από μηνύσεις και αγωγές, πολιτικών προσώπων, αστυνομικών, Ελλήνων Αξιωματούχων κ.α., οι οποίες έχουν καταγγελθεί και στην Πλατφόρμα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η έκθεση επισημαίνει επίσης ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα με το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει επαρκής διαβούλευση γύρω από τα νομοθετήματα, πρόβλημα που επιδεινώνεται με την κατάθεση τροπολογιών σε νομοθετήματα οι οποίες δεν είχαν τεθεί πριν σε διαβούλευση. Επίσης με έντονα γράμματα επισημαίνει ότι μόνο το 2024 εκκρεμούν 800 εκτελεστές αποφάσεις στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο Στρασβούργο για λανθασμένες αποφάσεις των Ελληνικών δικαστηρίων.
Η Κομισιόν αναφέρεται επίσης στις τροποποιημένες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στην Ελλάδα οι οποίες αύξησαν την ελάχιστη ποινή για συκοφαντική δυσφήμηση, λέγοντας, πως η απάντηση που είχε λάβει από την Κυβέρνηση Μητσοτάκη μετά από τις πρώτες συστάσεις της, είναι πως:
«Τα Ελληνικά Δικαστήρια δεν έχουν επιβάλει ποτέ ποινή φυλάκισης άνω των δύο ετών σε δημοσιογράφο για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης», κάτι που είναι ψευδές επισημαίνει.
Προβλήματα με τη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών
Αρνητικές επισημάνσεις γίνονται για τη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, σημειώνει καταρχάς ότι πάσχουν από έλλειψη προσωπικού. Αναφέρει θετικά τον Συνήγορο του Πολίτη και το γεγονός ότι κήρυξε ανεξάρτητη έρευνα για το ναυάγιο της Πύλου, καταγράφοντας και τη στήριξη του Συμβουλίου της Ευρώπης στο έργο του.
Αναφέρεται όμως και στα προβλήματα που έχουν καταγγείλει η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών κι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα κατά την έρευνα τους στην υπόθεση των υποκλοπών. Για την οποία σημειώνει, φυσικά, ότι δεν έχει ολοκληρωθεί. Έχει δε συγκεκριμένη αναφορά στην προσφυγή του ΔΣΑ στο ΣτΕ κατά της αλλαγής των μελών του ΔΣ της ΑΔΑΕ, που έγινε με «στρογγυλοποίηση» προς τα κάτω της συνταγματικά απαιτούμενης πλειοψηφίας:
«Η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής αντικατέστησε τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (ΕΣΡ) και της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) των οποίων η θητεία είχε λήξει. Ωστόσο, οι διορισμοί αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο διαμάχης μεταξύ πολιτικών και νομικών κύκλων, με ειδικούς να εκτιμούν πως υπήρξε απόπειρα αδικαιολόγητης παρέμβασης στη λειτουργία αυτών των ανεξάρτητων αρχών. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, οι διορισμοί ήταν σύμφωνοι με το Σύνταγμα και τα νέα μέλη είναι ευρέως αναγνωρισμένοι στο πεδίο τους. Τον Νοέμβριο του 2023, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών υπέβαλε δύο προσφυγές ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των αποφάσεων διορισμού, με την αιτιολογία ότι παραβιάζουν το Σύνταγμα.
Υποστηρίζουν επίσης ότι η σημερινή διαδικασία διορισμού τους τις εκθέτει σε αδικαιολόγητη πολιτική επιρροή και θα πρέπει να επανεξεταστεί».
Επικρίσεις για την υπόθεση των υποκλοπών
Σε σχέση με την υπόθεση των υποκλοπών το τελικό κείμενο της έκθεσης περιλαμβάνει την ανακρίβεια σχετικά με την ΑΔΑΕ που είχε το προσχέδιο, όπως είχε επισημάνει το in. Λέει δηλαδή πως η ΑΔΑΕ τον Οκτώβριο του 2023 δήλωσε αναρμόδια να κάνει την αντιπαραβολή των λιστών όσων ήταν υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ και από το Predator.
Παραβλέπει όμως ότι μεσολάβησαν γεγονότα. Ότι η ΑΔΑΕ, δια του προέδρου της, Χρήστου Ράμμου, είχε ζητήσει τις σχετικές λίστες με επιστολή στον Αντεισαγγελέα Αχιλλέα Ζήση. Που αποφάσισε να κάνει ο ίδιος την αντιπαραβολή, επισκεπτόμενος την ΕΥΠ με δικαστικό πραγματογνώμονα, τονίζοντας μεταξύ άλλων η έκθεση:
«Οι δικαστικές έρευνες σχετικά με τους ισχυρισμούς για υποκλοπές και τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού ξεκίνησαν το 2022 και συνεχίζονται. Τον Ιούλιο του 2023, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δημοσιοποίησε τα πορίσματα της έρευνάς της και τα διαβίβασε στις δικαστικές αρχές . Τον Οκτώβριο του 2023, η ΑΔΑΕ απέρριψε το αίτημα των εισαγγελέων να εξακριβωθεί εάν τα άτομα στα οποία απευθυνόταν το spyware είχαν επίσης υποστεί δραστηριότητες υποκλοπών από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Τον Οκτώβριο του 2023, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διέταξε τη διαβίβαση του φακέλου της έρευνας από την εισαγγελία πρωτοδικών στον Άρειο Πάγο.
Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με επικρίσεις, μεταξύ άλλων από οργανώσεις για την ελευθερία του Τύπου, καθώς θεωρήθηκε ως προσπάθεια παρέμβασης στην εν εξελίξει έρευνα και καθυστέρησε περαιτέρω την πρόοδό της.
Σύμφωνα με την Πλατφόρμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ασφάλεια των δημοσιογράφων, οι ποινικές έρευνες σχετικά με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού στερούνταν σαφήνειας.
Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης κάλεσε την Ελλάδα να διεξάγει αποτελεσματικές, ανεξάρτητες και άμεσες έρευνες για όλες τις περιπτώσεις κατάχρησης spyware και να παρέχει επαρκή αποζημίωση στα θύματα.
Τον Μάρτιο του 2024, η κυβέρνηση υπέβαλε την απάντησή της στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση σε σχέση με το ψήφισμα παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με τις έρευνες για τα αναφερόμενα μεμονωμένα περιστατικά που διεξήχθησαν στα δικαστήρια, από την Εθνική Αρχή Διαφάνειας και από το Κοινοβούλιο253, καθώς και για τις βελτιώσεις του ισχύοντος νομικού πλαισίου.
Τον Απρίλιο του 2024, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η ισχύουσα τότε διάταξη που όριζε ότι ένα άτομο που παρακολουθείται για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν μπορούσε να ενημερωθεί σχετικά, είναι αντισυνταγματική».